Υπάρχει ένας αρχαίος μύθος.
Ο μύθος του Ερυσίχθονα.
Ο Ερυσίχθων, νέος, ωραίος, δυνατός, πλούσιος και επιτυχημένος, διατάζει τους δούλους του να κόψουν τα δέντρα του άλσους, που είχαν αφιερώσει οι Πελασγοί στη Θεά Δήμητρα, για να χτίσει εκεί παλάτι.
Ο Ερυσίχθων βλασφημεί κόβοντας το ιερό δέντρο της Θεάς Δήμητρας, τη Λεύκα. Η Δήμητρα θυμώνει και βρίσκει την Πείνα.
Της λέει να πάει να βρει τον Ερυσίχθονα και να του δώσει ένα φιλί στο στόμα.
Η Πείνα πηγαίνει.
Tον βρίσκει να κοιμάται.
Του δίνει το φιλί και χάνεται.
Εκείνος ξυπνάει κι αισθάνεται λιγούρα. Πεινάει. Τρώει. Πεινάει κι άλλο. Ξανατρώει.
Πεινάει. Πεινάει ακατάσχετα.
Αφού έφαγε ότι φαγώσιμο υπήρχε, αρχίζει να τρώει ότι βρίσκει μπροστά του. Τρώει τα ζώα του, τρώει τη γυναίκα του, τρώει τα ξύλα του σπιτιού του.
Τρώει τα πάντα.
Μέχρι που πια, δεν υπάρχει τίποτα γύρω του και στη μέση της ερημιάς, αγριεμένος τρώει τις σάρκες του.
Έρυσις σημαίνει πληγή και χθών σημαίνει γη, δηλαδή Ερυσίχθων μπορεί να σημαίνει και πληγή της γης.
Αυτή η ρίζα του Ερυσίχθονα, το αδυσώπητο »Εγώ», που επισημάνθηκε επίμονα και με πολλές παραλλαγές από τους Αρχαίους Έλληνες (Προκρούστης, Θυέστης, Ατρέας, Οιδίπους), στις μέρες μας έχει θεριέψει και νομιμοποιηθεί.
Ατομισμός, υπερκαταναλωτισμός, ανταγωνισμός, παγκοσμιοποίηση της εξουσίας. Αυτές είναι οι αξίες μας σήμερα, αυτές προβάλλονται και επιβάλλονται από τα Marketing, τα Advertising, τα Μ.Μ.Ε, την κάθε υπερδύναμη. Σε αυτές σκοτωνόμαστε να ανταποκριθούμε και σαν τον Ερυσίχθονα τρώμε τις σάρκες μας και βλαστημάμε τη ζωή μας.
Θέλω να ξεφύγω από τη μιζέρια και τον παραλογισμό της εποχής μας.
Ακούω το αχολογητό των δασών, που φέρνει με ελαφριά σκόνη τον θρήνο του κονιορτοποιημένου ρητού »το κατά φύσιν ζην εστί κατ’ αρετήν».
Δημοσίευση Σχολίου