Δημήτρης Ταλάντης : ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΤΟΥ ΚΑΣΤΡΟΥ


Αυτές τις μέρες προετοιμάζω ένα σχέδιο για ένα νέο ξυλόγλυπτο έργο μου.
Πήρα το λοιπόν τα χαρτιά μου, τα μολύβια και τις σβήστρες μου κι ήρθα εδώ, στο ωραιότερο σημείο της πόλης, στο κάστρο της πόλης μας, στο κάστρο της Ωργιάς, για δημιουργία, για έμπνευση, για στοχασμό.
Μ’ αρέσει ν’ αγναντεύω απ εδώ την πόλη, τις γειτονιές της, το πατρικό μου σπίτι και τον απέραντο ελαιώνα της, καθώς αυτός χύνεται σαν τεράστιος ποταμός, κάτω στην θάλασσα.
Φτάνοντας όμως στην μεγάλη πύλη του κάστρου, και περνώντας στο εσωτερικό, με κυρίευσε « τρόμος και έκστασις, εφοβούμην γαρ … » όπως θα έγραφε και ο ποιητής, καθώς διάβαζα τις πινακίδες οι οποίες με προειδοποιούσαν πως από δώ και πέρα προχωράω «με δική μου ευθύνη» , ενώ με αποθαρρύνουν στο να πλησιάσω στα αγνάντια για να θαυμάσω το υπέροχο τοπίο για « τον φόβο ετοιμορροπίας » λέει (λέξη κι αυτή !)
Διάλεξα λοιπόν ένα σκιερό παγκάκι, σε ασφαλές κατά την γνώμη μου σημείο, όπου και κάθισα κι άρχισα να δουλεύω το σχέδιό μου. Κι εδώ όμως η εκτίμησή μου περι ασφαλείας αποδείχτηκε αίολη: Το παγκάκι άρχιζε να τρίζει και να τρικλίζω κι εγώ μαζί του, σαν παλιός Σαλωνίτης μπεκρής. Φοβούμενος λοιπόν να μην πάω από «ετοιμορροπία» ή από κάνα παγκάκι κι έτσι μονάχος που είμαι εδώ ψιλά, το πληθωρικό κορμάκι μου γίνει βορά των «θηρατών νεκύων» της Γκιώνας, έκατσα παρα-δίπλα « σ’ ένα βράχο φαγωμένο» όπως λέει το λαϊκό άσμα (Αυτό ήταν μάλλον κάποιο παλιό αγκωνάρι, από τα τείχη του κάστρο, που κι αυτό από ετοιμορροπία βρέθηκε επί εδάφους)
Άκουγα τα πουλάκια γύρω να κελαϊδούνε κι έβλεπα τις βερβερίτσες να ανεβοκατεβαίνουνε νευρικά στους κορμούς των πεύκων. Μάλλον θα ενοχλήθηκα από την παρουσία μου στον χώρο τους, αλλά ποιός νοιάζεται τώρα για τις βερβερίτσες.
Έτσι λοιπόν μέσα σε αυτό το ειδυλλιακό περιβάλλον μ’ έπιασε ο ζωγραφικός μου οίστρος κι άρχισα να δουλεύω το σχέδιό μου ώσπου άξαφνα …
-Ε ΩΡΕ ΣΑΛΩΝΙΤΗ !
(άκουσα μια βαριά φωνή να έρχεται απο ψιλά, μέσα από τα χαλάσματα)
- Σ’ εμένα μιλάς ;
- Σ εσένα μιλάω νηπενθή Σαλωνίτη και στους συμπατριώτες σου
- Και γιατί, σε παρακαλώ, νηπενθείς μας λες ;
- Γιατί τυρβάζετε περι πολλά, αλλά εμένα με αστοχίσατε στην μοίρα μου και στον παντοβρώτη χρόνο. Περνάτε από δίπλα μου και μόνο πέτρες και ντουβάρια βλέπετε.
- Που πάει να πεί ; (είπα εγώ απορημένος)
- Που πάει να πεί (μου απάντησε η φωνή) πως κάνετε ένα σωρό πράγματα, διοργανώνετε ένα σωρό εκδηλώσεις και χορούς και γλέντια κι ομιλίες για λογής-λογής πιθανά κι απίθανα πράγματα. Για ‘μένα όμως το μόνο που σκεφτήκατε, ήτανε το να βάλετε ετούτες τις ταμπέλες με τα «απαγορεύεται» και με τις «ετοιμορροπίες» και να απλώσετε τις κόκκινες πλαστικές κορδέλες από πεύκο σε πεύκο.
- Για να προστατεύσουν τον κόσμο από κάποιο ατύχημα (είπα εγώ)
- Το μόνο που σας νοιάζει βρε Σαλωνίτη, (είπε η φωνή) είναι το πώς θα αποτρέψετε και όχι το πώς θα ενθαρρύνεται τον κόσμο να έρχεται και να με επισκέπτεται κι από δω μαζί μου να ξαναζεί την ιστορία του
(και συνέχισε)
Εγώ λοιπόν δεν είμαι το κάστρο που έχω ταυτιστεί με την πόλη σας; Που για αιώνες τώρα στέκω σ’ ατό εδώ το σημείο και προστάτευσα την πόλη σας από μύριους κινδύνους;
Άντεξα για όλους αυτούς τους αιώνες στις πολιορκίες, στη φωτιά και το σίδηρο.
Δεν με κατέβαλαν οι επιδρομείς με τις μπομπάρδες τους με τα βόλια και τα γιαταγάνια τους. Κι ότι δεν έπαθα από τους βάρβαρους οχτρούς, κινδυνεύω τώρα πάθω από κείνους που λογίζονται φίλοι.
- Μα γιατί τόση πίκρα; (ρώτησα απορημένος)
Δεν είμαστε εμείς οι Σαλωνήτες που καμαρώνουμε για εσένα, που σε έχουμε το έμβλημά μας;
Δεν είμασταν εμείς που στα γιορτάσια μας, στις Απόκριες, στην πρωτομαγιά, ερχόμασταν ολόκληρες οικογένειες να χαρούμε τον ίσκιο σου και την φρεσκάδα σου;
Εμείς οι μικροί μαθητές, ερχόμασταν εδώ στις σχολικές μας εκδρομές και τρεχαλάγαμε γύρω απ τα πεύκα. Μέχρι σήμερα υπάρχουν οι πετρούλες που βάζαμε τότες γύρω απ τα πεύκα για να περιχαρακώσουμε ένα χώρο για την παρέα μας.
Για εσένα που ήσουνα το πρώτο κάστρο της Ρούμελης, που απελευθερώσαμε από τον Τούρκικο ζυγό, για χάρη σου διοργανώνουμε κάθε χρόνο μεγάλη γιορτή κι έρχονται φουστανελάδες και βρακοφόροι και μπάντες από όλη την Ελλάδα, για να σε τιμήσουνε
- Αχ βρε ταλαίπωρε Σαλωνίτη ! (είπε η φωνή)
που βλέπεις όλα ετούτα τα ωραία τα εντυπωσιακά, τα φωτεινά αλλά δεν βλέπεις τον μεγάλο εχθρό: « Την εγκατάλειψη » Αυτό το τέρας χωρίς θοριά που τείνει να με καταστρέψει. Με δόντια από λήθη και με τα γαμψά του νύχια από γραφειοκρατία, κατατρώγει αργά-αργά, ύπουλα και σιωπηρά τα θέμελά μου.
Κατατρώγει τ’ αγκωνάρια μου που αποτελούσαν τα κυκλώπεια τείχη μου, που τώρα καταρρέουν το ένα πίσω απ τ’ άλλο, μέχρι που στο τέλος θα γίνουν ένα σωρός από μπάζα
Κατατρώγει την ιστορία μου και τους θρύλους που έχουν γραφτεί εδώ πάνω, για αρχοντοπούλες που βάλανε τέρμα στη ζωή τους και που για χάρη τους μου δώκανε το όνομά μου.
Τα λιθάρια και τα χώματα του εδάφους μου καταρρέουν στην πλαγιά μου, όπως τα δάκρυα στις παρειές χαροκαμένης μάνας
- Είναι άδικο όμως να μας βάζεις όλους στο ίδιο τσουβάλι (είπα εγώ ) Εμείς είμαστε φίλοι σου, σε αγαπάμε, σε προστατεύουμε, πιέζουμε για το καλύτερο.
- « Φωνή βοώντος εν τη ερήμω, φίλε Σαλωνίτη», (απάντησε η φωνή)
Τι κι αν κάποιοι υψώνετε φωνή αγανάκτησης και συμπαράστασης;
Η φωνή σας χάνεται « μεσ’ την πολλή συνάφεια του κόσμου, με τες πολλές κινήσεις κι ομιλίες» όπως θα έλεγε κι ο Αλεξανδρινός ποιητής. Χάνεται μέσα στην πολλή ανευθυνότητα, στον οχαδερφισμό, στην αναβολή, επικαλύπτεται από τα αλαλάζοντα κύμβαλα της καθημερινότητας …
Κι όταν στο τέλος εγώ θα έχω για πάντα χαθεί, τι θα έχετε να λέτε, τι θα έχετε να δείχνετε πλέον στα παιδιά σας;
Εσάς οι προγόνοι κι οι γονείς σας κάτι σας αφήκανε. Εσείς, βρε Σαλωνίτη, τι θα αφήκετε στις επόμενες γενιές ;
(είπε η φωνή κι ύστερα άξαφνα χάθηκε και πάλι πάνω στα χαλάσματα)
- « Κοιμήσου Περσεφόνη στην αγκαλιά της γης, στου κόσμου το μπαλκόνι ποτέ μη ξαναβγείς.. » (ψέλλισα εγώ και συνέχισα να ζωγραφίζω αμέριμνος)
----------------------------------------------------------------------
Δημήτρης Ταλάντης
ΕΠΟΜΕΝΟ
« Prev Post
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ
Next Post »

Δημοσίευση Σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις 7 ημερών