Αυτούς τους σαρωτικούς· μια λαίλαπα συναισθημάτων, που δεν θα αφήσει τίποτα στο πέρασμα της.
Θέλω στα δίχτυα του να πιαστώ και η λογική να μην μπορεί να με ελευθερώσει. Να κάψω τα “πρέπει” μου στη φλόγα του.
Να επισκέπτομαι τον παράδεισο, κάθε φορά που θα χάνομαι στα μάτια του και η κόλαση να υστερεί, μπροστά στην ένωση των διψασμένων μας κορμιών.
Να αρρωστήσω από σένα και μόνο το άγγιγμα των χειλιών σου να με κάνει καλά.
Θέλω να εθιστώ στο χαμόγελο σου, στη φωνή σου, στο άγγιγμα σου και κάθε φορά που στη σκέψη μου θα έρχεσαι, να γίνεται ο κόσμος μου ομορφότερος, επειδή εσύ θα υπάρχεις μέσα του.
Θέλω να γίνεις η παρουσία που θα μου θυμίζει ότι υπάρχει ακόμη ελπίδα.
Να με πάρεις από τον κόσμο της ψευτιάς και της υποκρισίας και μαζί να ταξιδέψουμε σε κείνα τα όνειρα, που αθώα κάναμε, όταν ήμασταν παιδιά.
Να γίνεις ο ήλιος μέσα στα σκοτάδια μου και γω να γίνω η λίμνη που θα σε γαληνεύει.
Θέλω το σώμα σου, να καίει τα βράδια μου και την καρδιά μου να μαγεύει.
Να μπεις μέσα στην ψυχή μου και να αναστατώσεις τις αισθήσεις μου, κάνοντας με να χάσω κάθε έλεγχο, μέχρι να σβήσω από μέσα μου κάθε ίχνος παραίτησης και απογοήτευσης. Να εξοντώσω όλα τα απωθημένα και να νιώσω πάλι ζωντανός!
Και ακόμα κι αν δεν κρατήσει για πάντα, τουλάχιστον θα πω ότι το έζησα!
Ό.τι έδωσα στην ζωή μου αξία και νόημα, θέλω εσύ όλα αυτά για μένα! Κάποτε.
Γι’ αυτό και φεύγω.
Μετράω αντίστροφα πια από μέσα μου, καιρό τώρα, σαν ανάσα, σαν γιατρειά.
Στη μηχανική υποστήριξη που καταδίκασα τη ζωή μου για χρόνια.
Κάθε επόμενη ανάσα κι ένα πλην στην αντίστροφη μέτρηση. Μέχρι το μηδέν, μέχρι το μη παραπέρα και παρακάτω.
Μέχρι το “φτάνει ως εδώ”!
Και αυτό το μέτρημα δεν αφορά κανέναν άλλο, μόνο εμένα. Το ξέρω.
Φεύγω, μόλις τελειώσουν οι πολιορκίες, σε όποιας καραντίνας τ’ όνομα. Φεύγω, μόλις σωθούν οι σιωπές κι οι υπομονές.
Φεύγω,
όταν ξεχρεώσω τις υποχρεώσεις που μου βάλανε και μαζί τους εγώ
συνθηκολόγησα κάποτε πειθήνια, διότι έτσι έπρεπε – όχι για μένα πάντως
-! Φεύγω, μόλις νιώσω ότι πατώ στη γη ξανά, εδώ, με φτερά μπαλωμένα αλλά
δυνατά από τα “θέλω” της ζήσης μου, που ακόμη και σήμερα παραμένουν
όνειρα – εν ζωή ευτυχώς -!
Φεύγω, γιατί κουράστηκα στην αναμονή για το καλύτερο αύριο, που ποτέ ως τώρα δεν ήρθε. Πως θα μπορούσε άλλωστε, – τα καθωσπρέπει περίσσευαν πάντα -.
Φεύγω, γιατί από μέσα μου κλαίω συνεχώς. Και απέξω μου κάποιες φορές στα κρυφά. Απορώ που κρύβω τόσα δάκρυα.
Για το χρόνο που κυλά και χάνεται ανεπιστρεπτί, τις αγκαλιές που κρατώ αξόδευτες, τα φιλιά που δεν δόθηκαν και σφραγίζουν το στόμα με ανεκπλήρωτη πίκρα.
Για τα “σ’ αγαπώ” που δεν ειπώθηκαν και μοιάζουν σαν γράμμα κενό μέσα μου – χωρίς παραλήπτη – που επεστράφη πριν καν παραδοθεί.
Φεύγω, γιατί το “καλό” παιδί για την ευτυχία των άλλων σώθηκε κι ήρθε ο καιρός να σώσει τον εαυτό του!
Φεύγω, για όλα τα “όχι πλέον” που δεν ξεστόμισα
Φεύγω, γιατί θέλω όλα τα “θέλω” μου να γίνουν “έχω”, μαζί σου!
Για τη ζωή που δεν έζησα και με περιμένει εκεί έξω.
Έρχομαι να σε βρω, – περίμενέ με -, έχει “μαζί” παρακάτω.
Επιτέλους…
Γράφουν η Ζωή Τριανταφυλλοπούλου και ο Τριστάνος
Δημοσίευση Σχολίου