Woyzeck von Georg Buhner , γραφει η ΒΙΒΗ ΜΑΡΚΑΤΟΥ






Woyzeck von Georg Buhner

Δεν πάει πολύς καιρός από τότε που επισκέφτηκα για να παρακολουθήσω την πρώτη μου παράσταση στα Γερμανικά , εδώ στην Berliner Assemble στο Βερολίνο. Η εμπειρία ήταν κάτι το απόλυτα πρωτόγνωρο μα και εντυπωσιακό.
Το να μπορεί κάποιος να παρακολουθήσει ένα έργο όχι μόνο σε μία άλλη γλώσσα αλλά και το να συλλάβει την ιδεολογική στέγαση αυτής της «παράστασης» είναι κάτι το οποίο σου προσφέρει κάτι πολύ περισσότερο από ένα απλό χάϊδεμα της φαντασίας και της επιφανειακής σου παρουσίας.
Για προσωπική εμβάνθυση και επισκόπηση των ερευνών μου βρίσκομαι στο Βερολίνο όπου και παρακολουθώ ,ελεύθερα, μαθήματα του Freie Universitaet, ενός από τα πιο σύγχρονα διεθνή πανεπιστήμια της Ευρώπης.
Εδώ έρχονται εξίσου φοιτητές διαφορετικών πολιτισμών και χάρη σε αυτήν την πολυεθνική ποικιλία , ένα μάτι αφαιρετικό μπορεί να αφορμηθεί και να διεξάγει τα δικά του συμπεράσματα πάνω στην εκάστοτε έρευνά του .
Μία έρευνα που έκανα κι εγώ πάνω σε μία από τις βραχυπρόθεσμες αναζητήσεις μου ήταν ο συμπεριφορισμός του «νέου θέατρου» του Βερολίνου επάνω σε κλασσικά έργα –εδώ του Buechner- εννοώντας την αντίδραση και την μεταχείριση που υφίσταται ένα θεατρικό κείμενο στα χέρια ενός Γερμανού Σύγχρονου Σκηνοθέτη , εντάσσοντας το «πιθανολογικά» σε μία τυποκρατία και αναγωγή κάποιων όσο το δυνατόν λιγότερων βεβιασμένων συμπερασμάτων.
Τα δύο παραδείγματα που θα παραθέσω στην συνέχεια προέρχονται από τις δύο πρόσφατες παραστάσεις που παρακολούθησα στην Berliner Essembe «Woyzeck» από την μία και «Leonce και Lena» από την άλλη , και τα δύο έργα του προαναφερόμενου Συγγραφέα George Buechner.
O George Buechner ήταν για την εποχή του ένα «παιδί φαινόμενο» μιας και πέθανε πολύ νέος σε ηλικία μόλις 23 χρονών με ένα μεγάλο αριθμό έργων για το σύντομο της ζωής του, ανάμεσα σε αυτά τα πιο γνωστά και καταξιωμένα «ο θάνατος του Δαντόν», «Λεονσέ και Λένα» και « Βόυτσεκ» ένα «Πρωτοποριακό για την εποχή του έργο, βυθίζεται στα μυστήρια της ανθρώπινης ψυχής και κοινωνίας» όπως γράφεται με έντονα εξπρεσιονιστικά μοτίβα , εσωτερικούς μονολόγους και παραφραστέες μεταφορικές διαλεκτικές αυλές.
Το αστρονομικό άλογο είναι η παράνοια στον υπερθετικό βαθμό και η εκστατική μανιοκαταθλιπτική αναζήτηση και περιπλάνηση της ανθρώπινης ψυχής στο μάταιο του καταναλωτικού πολιτιστικού προτσές που σου προσφέρεται καθημερινά από το σούπερ μάρκετ, τον περιοδεύων θίασο που κάνει τουρ στην γειτονιά σου , τον μπακάλη ή τον οπωροπώλη της λαϊκής στο συνεχώς κυκλικά κινούμενο καρουσέλ της ατέρμονης πολιτικής έκστασης … Στην ιδεολογία, στην φαντασία, στην πολιτική , στο κρεβάτι, στην τηλεόραση, στην σκέψη. Ο άνθρωπος σε μια χοντροκωμενη μα καλώς λαξεμένη φιγούρα πιθήκου που κάνει το «σόου του» στο θέατρο εν θεάτρο της προσωπικής αλλά και κοινωνικής του σκηνής μου γεννά , διαβάζοντας Buechner ή βλέποντας διασκευές επάνω στο έργο του, κάποιες από αυτές τις τερατώδεις οάσεις στην ακαλλιέργητη έρημο της περιορισμένης ανθρώπινης φαντασίας μου. Πέρα από την ερμηνεία της τερατολογίας εν τη τερατολογία θέλω να κάνω κοινώς γνωστό πως διαβάζοντας πρώτα το έργο , οι πρώτες σκηνές ή εικόνες που μου δημιουργήθηκαν ήταν ο «έναστρος ουρανός» του Βανγκόγκ , που προσπαθεί να φωτίσει και να σημειοθετήσει το σκοτάδι της εσωτερικής αμφιβολίας περί εαυτού και κάποιες παράλληλες εικόνες από αυτήν την υποτιθέμενη στατικότητα του Τσέχωφ στου Θείου Βάνια… το σπίτι που είναι έτοιμο να πέσει και να σου γκρεμίσει κάθε όνειρο κάθε μετέωρη σκέψη του πιο βαθιού σου υποσυνείδητου, που θεωρείς εσύ απύθμενο και τον κρότο της πιστολιάς που είναι έτοιμη να σου τινάξει τα μυαλά και τον «Γλάρο» της ιστορίας. Από μουσική η Βαγκνερική συμφωνική ορχήστρα ,με κόντρα τενόρο ,κατά προτίμηση καστράτο που του έχει πατήσει ο συμπρωταγωνιστής το πόδι την στιγμή της κορύφωσης ,συμπληρώνουν εικονικά και ηχητικά το παζλ της Βουτσεκ-ικής μου φαντασίας.
Περνώντας στο προκείμενο παρατηρώντας τις δύο παραστάσεις την μία στην Σάου Μπίνε και την άλλη στην Μπερλίνα Ασάμπλε διέκρινα κάποια κοινότυπα μοτίβα που θα ήθελα να τα παραθέσω.
Και στις δύο παραστάσεις κοινό ήταν το στοιχείο την μουσικοχορευτικής παρουσίασης του έργου. Και στις δύο περιπτώσεις η μουσική ήταν ένα ηχογραφημένο γεγονός παρόλο που υπήρχαν κάποια ψεγάδια ,ζωντανής μουσικής. Όπως οι ήρωες ή κάποιοι από αυτούς να τραγουδούν ή να μισοτραγουδούν και στην καλύτερη των περιπτώσεων να παίζουν ένα μουσικό όργανο. Η μουσική επένδυση και βασιζόταν κυρίως σε ρυθμικά μέτρα ποπ και ηλεκτρονικής μουσικής, που φαίνεται να αρέσει στο Γερμανικό κοινό , σε αντίθεση με την ελληνική συγχρονη μουσική δημοφιλή κουλτούρα που θέλει να αρεσκεται στους ρυθμούς της RNB και HipHop. Και στα δυο έργα μια παράλογη ατμόσφαιρα λαμβάνει δράσει. Ρούχα, χώρος , χορός και όνειρο. Η ζωή πριν και η αφήγησή της. Ο θάνατος που ενυπάρχει στην ατμόσφαιρα. Το τέλος που μυρίζει όλο και πιο έντονα σαν το ψοφίμι που κάθε μέρα που περνά το σάπιο κρέας του σαπίζει. Αυτό το έντονο αίσθημα της αποδόμησης φαίνεται να μην παραβλέπουν και να θέλουν να το διαιωνίσουν οι Γερμανοί σκηνοθέτες. Νύξεις στο άμεσο παρόν , στο παρόν που βιώνουμε τώρα μέσω των κλασσικών έργων δεν βλέπουμε αλλά μία Μπρεχτική αποστασιοποιημένη στάση και τάση υπάρχει. Υπάρχει μία διήγηση και ένα θέατρο αυτήν την στιγμή που παίζεται. Κατά καιρούς μες την παράσταση γίνεται η αφύπνιση του θεατή. Στην Λένα κι λεονσέ ήταν ξεκάθαρο. Στο Βόυτσεκ στο τέλος της παράστασης σχεδόν σαν «παράβαση» μέσω των φιλοσοφημάτων των τελευταίων ρήσεων του ηθοποιού που υποδύεται τον ηρώα , γίνεται μια συνειδητή η σταδιακή απαγκίστρωση από το παραστατικό γεγονός έως το τέλος της παράστασης (η κορύφωση της απαγκίστρωσης) και δημιουργείτε μία δευτερεύουσα σύμβαση μέσα στην σύμβαση –όπου γίνεται αντιληπτή η θεατρική σύμβαση. Εννοώ την δημιουργία ενός όχι και τόσο περιγραφικού υπότιτλου θα έλεγε κανείς της γενομένης παράστασης , αλλά ενός υπότιτλου που ναι μεν χονδρικά σε βοηθά να κατανοήσεις το τετελεσμένο γεγονός της παράστασης αλλά η έκφανση του και οι αντανακλάσεις του τέμνονται στην πραγματικότητα , στο τώρα , στην αυτήν την στιγμή που μιλάμε. Με αυτόν τον τρόπο μία έμμεση ή μεταΜπρεχτική αποστασιοποίηση που παραπέμπει κυρίως σε αρχαίο ελληνικό θέατρο οι Γερμανοί σκηνοθέτες φαίνεται να πειραματίζονται. Το παρόν δεν μας νοιάζει τόσο ,δείχνουνε. Σημασία έχει αυτό το υπερβατικό τώρα που βιώνουμε αυτό το ασυλλόγιστο όλο που δεν περιγράφεται με λόγια αλλά αναπαρίσταται με εικόνα. Τα σκηνικά θα έλεγε κανείς και αυτά μη περιγραφικά. Η αποσύνθεση και το θέατρο του παραλόγου μετά τον εφησυχασμό μιας πλασματικής ειρήνης έρχεται να φωτίσει με αυτά τα σκληρά χρώματα του Γκόγια ή των Βαρβαριστών της τέχνης την σκληρή πραγματικότητα του νέου πολέμου ή καλύτερα του πολέμου που δεν σταμάτησε ποτέ να αιωρείται πάνω από το κεφάλι του ατάραχου και πάντα σταθερού ανθρώπου κατά Θουκυδίδη.
Οι Γερμανοί δεν είναι ηλίθιοι. Φυσικά και μυρίζονται το μπαρούτι στον αέρα. Αλλά εάν άμεσα κάνανε νύξεις μέσω των παραστάσεών του, τότε θα χάνανε κάτι πολύ σημαντικό. Την κυριαρχία τους στο τώρα. Την αναμφισβήτητη κυριαρχία τους στο τώρα των αμφισβητήσεων και ακροβατισμών. Αλλά τώρα είναι τώρα και τώρα έχει το τιμόνι. Ή τώρα δείχνει να έχει το τιμόνι. Είναι και αυτός ρόλος της διεθνής πολιτικής παράστασης.
Παρόλα αυτά οι σκηνοθέτες σέβονται τις απόψεις του συγγραφέα και μερικές φορές το έργο μιλάει από μόνο του , όταν αποφασίζει να παιχτεί είτε θελητά είτε αθέλητα. Ο Πιραντέλο ήταν ένας από αυτούς που πειραματίστηκε πάνω σε αυτήν την γλώσσα δημιουργώντας μία μεταγλώσσα. Μία γλώσσα σε μια προσπάθεια συνομιλίας με αυτό το πνευματικό ενεργειακό πεδίο που ζωντανεύει ένα έργο ανά τους αιώνες και που η φαιά του ουσία δεν μπορεί να χαλιναγωγηθεί από τον ίδιο τον άνθρωπο παρόλο που ο ίδιος είναι ο δημιουργός της. Ή μήπως μεταπειραντελικά αποδεικνύεται απλώς φορέας της;
Το Γερμανικό θέατρο του Βερολίνου δεν θα το έλεγα σαν κάτι χοντροκομμένο ή ατημέλητο.
Τουλάχιστον και τα δύο έργα του Μπύχνερ στο σύγχρονο Βερολίνο είχαν μία δόση «ξεδόματος» μία τάση ανάπαυσης και ανάσας από τους μηχανικούς ρυθμούς της φάμπρικας των Modern Times.
Πολύ σώμα , σάρκα, δέρμα ως κάτι το αισθησιακό ως κάτι το οποίο δεν ξέρουμε να διαχειριστούμε καλά και που απότομα και βεβιασμένα σατιρίζουμε , θιγούμε, ή βιάζουμε στην προσπάθειά μας να το οικειοποιηθούμε και που στην πραγματικότητα δεν μας ανήκει. Γιατί τι είναι η σάρκα; Επειδή μπορούμε να την πιάσουμε σε αντίθεση με το πνεύμα, σημαίνει πως μπορούμε απόλυτα και να την εννοιολογήσουμε,να την περιγράψουμε , να την αναλύσουμε , να την θεραπεύσουμε να την γεννήσουμε;Αν ήταν τόσο εύκολο τότε γιατί ο άνθρωπος ακόμα δεν μπορεί να κατασκευάσει το αίμα και προτιμάται στις αιμοδοσίες; Γιατί δεν μπορεί να θεραπεύσει το Aids ή τον Καρκίνο και να μην γερνάει ποτέ του; Τελικά πόσο συγκεκριμένη ή πόσο υλική είναι η σάρκα που πιάνουμε… Ποιες είναι οι υφολογικές τις (ποιοτικές διακυμάνσεις της)και ποιες μπορεί ο άνθρωπος έως τώρα να κατανοήσει… όπως υπάρχουν στρώματα νόησης και διανόηση , εγώ και υπέρ εγώ που ανέλυσε πολύ όμορφα ο Φρόιντ υπάρχουν και τέτοια στρώματα βάθους στο σαρκίων της ανθρώπινης ψυχής; Μπορέσαμε και διαφωτίσαμε πολλά μέρη της ανθρώπινης ύλης με την αποκρυπτογράφηση του δεσοξυριβονουκλεΙκού οξύ αλλά μήπως τα στρώματά του ή οι σύνδεσμοι του ,που δημιουργούνται δεν έχουν απλά μια απλή σωματική λειτουργία αλλά κάποια φιλοσοφία που δένει την φυσική με την πνευματική ύπαρξη;

Προσωρινές και προσωπικές μελέτες
Σκηνογραφικής και σκηνοθετικής αναζήτησης των προσωπικών μου εμπειριών
Βιβή Μαρκάτου
ΕΠΟΜΕΝΟ
« Prev Post
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ
Next Post »

Δημοσίευση Σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις 7 ημερών