Πολλοί
οι ανα τους αιώνες θρύλοι για το πώς αποχτήσανε οι κορυφές του
Παρνασσού τα ονόματά τους: Η Λιάκουρα, ο Κοκκινόβραχος, ο Γεροντόβραχος …
Θρύλοι
που πέρασαν από στόμα σε στόμα, απ τη γιαγιά στην εγγονή κι έτσι
φτάσανε και στη δική μου τη γιαγιά κι από εκείνη στη μάνα μου την
Αραχωβίτισσα, Kι εκείνη όποτε καθόμασταν δίπλα στο τζάκι μου τις
εξιστορούσε.
Μου
έλεγε λοιπόν πως τα παλιά χρόνια στην Αράχωβα, άμα γέρναγε κάνας
παππούς πάρα πολύ και η φαμίλια δεν μπόρεγε να τον γιατροπορέψει, ο
γιός του τον φόρτωνε στο μουλάρι (μλάρ’ το ΄λεγε η μάνα μου), έπαιρνε
μαζί του και μια βελέντζα και κίναγαν το δρόμο ψιλά για τον Παρνασσό,
εκεί που ήτανε ένας μεγάλος βράχος κι από κάτω ένας μεγάλος γκρεμός. Σαν
φτάνανε, ξεπεζεύανε κι ο γιός τύλιγε τον γέροντα πατέρα με την
βελέντζα, τον χαιρέταγε μ’ ένα φίλημα στο μέτωπο κι ύστερα τον γκρέμιζε
στον γκρεμό, όπου ο γέροντας χανότανε για πάντα.
Μια
φορά λοιπόν, ένας γιός πήρε κι εκείνος τον γέροντα πατέρα του - που
ήτανε τελείως ανήμπορος - τον φόρτωσε στο μουλάρι (στο μλάρ’) πήρανε
μαζί και την βελέντζα και κινήσανε για τον βράχο ψιλά στον Παρνασσό. Σαν
φτάσανε και ξεπεζέψανε πήγε ο γιός να τυλίξει τον γέροντα πατέρα με την
βελέντζα, για να τον γκρεμίσει. Τότες όμως είπε ο γέροντας στο γιό του,
να κόψει τη βελέντζα στη μέση, πως είναι φτωχοί άνθρωποι , να μη
χαραμίσει μια ολόκληρη βελέντζα και πως η μισή βελέντζα φτάνει να τον
τυλίξει. Να κρατήσει λοιπόν την άλλη μισή, γιατί όταν θα γεράσει κι ο
ίδιος, τότε θα ψάχνει κι ο δικός του γιός να βρεί άλλη βελέτζα για να
τον τυλίξει και να τον γκρεμίσει κι εκείνον στο γκρεμό.
Σαν
άκουσε αυτά τα λόγια του γέροντα πατέρα ο γιός γκιότεψε, μετάνιωσε και
δεν γκρέμισε τον πατέρα του στον γκρεμό. Τον ξαναφόρτωσε λοιπόν στο
μουλάρι ( στο μλάρ΄) πήρανε και την βελέντζα και γυρίσαμε πίσω στο
χωριό.
Εκεί
ο γιός αφηγήθηκε την ιστορία και στους άλλους χωριανούς κι από τότες
κανένας πλέον γιός δεν ξαναγκρέμισε τον γέροντα πατέρα του από τον
μεγάλο βράχο στον Παρνασσό.
«
Γιατί έτσι το ‘χει η μοίρα του ανθρώπου: Όσο το πρόβλημα δεν ακουμπάει
τον ίδιο, είναι ως μη υπάρχον, άμα όμως συνειδητοποιήσει πως θα έρθει κι
η δική του η σειρά, τότες βρίσκει τη λύση κι αλλάζει τα πράματα. »
Έτσι λοιπόν κείνη η βουνοκορφή του Παρνασσού με το μεγάλο βράχο που γκρέμιζαν τους γερόντους, ειπώθηκε από τότες «Γεροντόβραχος»
Εδώ που τα λέμε, ανάλογοι θρύλοι για το πώς τελειώνανε τα παιδιά τους
γερασμένους γονείς των, υπάρχουν και σε άλλους λαούς και σε άλλες
εποχές. Σήμερα όμως οι εποχές αλλάξανε. Σήμερα δεν πετάμε τους
γερόντους μας σαν στημένες λεμονόκουπες στους γκρεμούς. Σεβόμαστε τα
γηρατειά και τον αγώνα ζωής που κάνανε οι γονείς μας όλα τα προηγούμενα
χρόνια. Προσπαθούμε οι γονείς μας να ζούνε όσο ο καλός Θεός θέλει με
αξιοπρέπεια. Όμως οι ρυθμοί της ζωής μας έχουν αλλάξει, τα σπίτια μας
έχουν γίνει πλέον μικρά κλουβάκια, η οικογένεια έχει ριχτεί στο
μεροκάματο, δεν ζούμε πλέον όπως παλιά όλη η οικογένεια μαζί με τους
παππούδες και με τις γιαγιάδες κι άλλοτε φτιάχνουμε τη ζωή μας μακριά
από αυτούς. Παρόλα αυτά θέλουμε οι γονείς μας να γερνάνε και να
ζούνε με αξιοπρέπεια και να έχουν την φροντίδα που τους αρμόζει. Για
αυτό φτιάξαμε τα «γηροκομεία», τους «οίκους ευγηρίας» όπως ποιο εύστοχα
τα λέμε κι εκεί πάμε τους γονείς μας όσοι δεν μπορούμε να τους
φροντίσουμε οι ίδιοι ώστε να μπορούνε να έχουνε εκεί την φροντίδα που
χρειάζονται, να έχουν την παρεούλα τους κι όταν το χρειαστεί να έχουνε
και τη γιατριά τους .
Η
πόλη μας όμως η Άμφισσα δεν μπόρεσε μέχρι πρόσφατα να έχει ένα σύγχρονο
γηροκομείο, μεχρι που κάποιοι Σαλωνήτες έδωσαν και πάλι τη λύση. Στην
πόλη των μεγάλων δωρητών κι ευεργετών στην πόλη που κατατάσσεται στις
πρώτες της πατρίδας μας σε κληροδοτήματα, αυτή τη φορά ήτανε οι Σταλλός,
Γάτος, Γιδόγιαννος, Γαζής κι άλλοι Σαλωνήτες, που έδωσαν ένα μεγάλο
μέρος της περιουσίας των από το οποίο φτιάχτηκε τελικά ένα ολοκαίνουργιο
σύγχρονο γηροκομείο στο κέντρο της πόλης. Εκεί έγινε το αραξοβόλι των
γερόντων της πόλης μας, των γονιών μας, των παππούδων μας. Έτσι έγινε η
ζωή τους, η ζωή μας, λίγο καλύτερη …
Όμως
τούτο το γηροκομείο, για λόγους που ο γράφων δεν γνωρίζει, πριν
καλά-καλά γεράσει το ίδιο, κατέρρευσε, έπαψε να λειτουργεί κι οι
γερόντοι μας ξανά στο δρόμο για … τον «Γεροντόβραχο».
«
Δρυός πεσούσης πάς ανήρ ξυλεύεται » λέει ένα αρχαίο ρητό κι επειδή στον
τόπο μας, υπάρχουν ένα σωρό « άρρενες !!! » - άρρενες τρόπος του λέγειν
- βρήκαν την ευκαιρία όχι απλά να ξυλεύσουν την « πεσούσα δρυ» αλλά να
μετατρέψουν, το γηροκομείο δηλαδή, σε σωρό «πλινθών και κεράμων ατάκτως
ειρημένων » όπως λέει έταιρο ρητό και να καταστήσουν το πάλαι ποτέ
περήφανο γηροκομείο, στο όνειδος του κέντρου της πόλης.
Ρωτάνε
και ξαναρωτάνε οι Σαλωνήτες για το τι και το γιατί συνέβη, για το ποια
θα είναι η συνέχεια. Παραστάσεις επι παραστάσεων, προτάσεις επι
προτάσεων, τετράστιλα στις εφημερίδες, σχέδια επι σχεδίων για την
επαναλειτουργία του γηροκομείου, αλλά …. νιέντε. Όλοι σηκώνουν τις
πλάτες, όλοι δείχνουν ο εις τον έτερο, δηλώνουν απλά - ως συνήθως -
αναρμόδιοι κι άλλοι … « απελθέτω απ εμού το ποτήριον τούτο ». Όλες οι
προσπάθειες κατασπαράσσονται από το τέρας της γραφειοκρατίας και
παραμένει το όνειδος - συγγνώμη το γηροκομείο ήθελα να πω - στα κακά του
χάλια, που ολοένα και χειροτερεύουν.
Αναρωτιέμαι
τι θα γινόταν αν υπήρχε μέσα στην πόλη ένα οικόπεδο, εγκαταλειμμένο, με
σκουπίδια και με ξερόχορτα. Θα πήγαιναν φαντάζομαι οι υπεύθυνοι του
Δήμου, θα το καθάριζαν, θα χρέωναν στον ιδιοκτήτη τα καθαριστικά και θα
του έβαζαν και τα δέοντα πρόστιμα. Εν τη παιδική μου λοιπόν αφαιλεία,
αναρωτιέμαι και πάλι : Γιατί δεν γίνεται κάτι ανάλογο και στην περίπτωση
του γηροκομείου; έτσι ώστε να μην υπάρχει αυτή η ζοφερή εικόνα στο
κέντρο της πόλης, στον πεζόδρομο, δίπλα στο Γιάγτζειο-Κορδώνιο
Πολιτιστικό κέντρο, εκεί δηλαδή που γίνονται όλες οι εκδηλώσεις
πολιτισμού της πόλης μας, δίπλα στο εμβληματικό « Μαρκίδειο πρώτο
δημοτικό σχολείο της Άμφισσας» στο δρόμο που περνάνε τα παιδάκια για να
πάνε στο σχολειό τους ; Τι μήνυμα μεταφέρουμε σε όλον αυτό τον κόσμο που
περνάει από εκεί και στους άλλους επισκέπτες της πόλης μας ;
Συνάδει
αυτή η εικόνα του γηροκομείου με τον πολιτισμό, την παιδεία μας, την
ιστορία αυτής της περήφανης πόλης και με τα’ αρχοντικά της, που όλοι
έχουμε να λέμε για αυτά;
Κι
ύστερα, πώς τιμά η πολιτεία τους ευεργέτες της; Ναι πράγματι και
ονοματοδοσίες οδών κάνει, και διθυράμβους για χάρη τους στις μεγάλες
γιορτές αναπέμπει και συνηθίζει μάλιστα η πολιτεία μας, κάθε Κυριακή της
Ορθοδοξίας, να κάνει και μνημόσυνο στις ψυχές των μεγάλων δωρητών κι
ευεργετών της πόλης μας. Αλλά τι σημασία έχουν όλα ετούτα, όταν αυτή η
ίδια πολιτεία φέρεται με τόση απαξίωση με τέτοιο εξευτελισμό σε τούτη
την μεγάλη τους προσφορά στον τόπο, παρατώντας αυτό το ανυπεράσπιστο
γηροκομείο στον βανδαλισμό των γνωστών αγνώστων και στην εγκατάλειψη;
Δεν
επιχειρεί ο γράφων, να παραβιάσει «ανοιχτές θύρες», αφού ο κάθε ένας σε
αυτή την πόλη γνωρίζει το θέμα του γηροκομείου κι έχει εκφράσει την
αγανάκτησή του με ποικίλους τρόπους. Ούτε και αναζητά ή επιθυμεί να
αποδώσει ευθύνες. Επίσης ο κάθε ένας εμπλεκόμενος στο θέμα γνωρίζει το
μερίδιο ευθύνης που του αντιστοιχεί, όπως γνωρίζει και το τι πρέπει να
κάμει.
Επιθυμία
του γράφοντος είναι να προσθέσει με τον τρόπο του και την δική του
φωνή, στις φωνές των συμπολιτών του, κι όπως έγινε με τους χωριανούς του
προηγούμενου θρύλου, όταν ένοιωσαν το πρόβλημα δικό τους, ίσως αυτές
δυναμώσουν και φτάσουν ως τα ώτα « των εις έτι καθευδόντων και των μη
ακουόντων». Διαφορετικά και ούτως εχόντων των πραγμάτων, για τους
ανήμπορους κι ανυπεράσπιστους γερόντους της Άμφισσας, ημών
συμπεριλαμβανομένων, άλλος δρόμος πια δεν υπάρχει, από το να ξενιτευτούν
ή … να πάρουν τον δρόμο για τον «Γεροντόβραχο», όχι εκείνον του
Παρνασσού αλλά της εγκατάλειψης



Δημοσίευση Σχολίου