Έχει ευθύνη το Δημόσιο για τα λάθη των δικαστικών αντιπροσώπων; Η απόφαση-σταθμός για την υποψήφια βουλευτή Φρόσω Καρασαρλίδου



Μία καθοριστική απόφαση με θεσμικές προεκτάσεις εξέδωσε το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών (14334/2024), αναγνωρίζοντας την ευθύνη του Ελληνικού Δημοσίου για τη ζημία που υπέστη υποψήφια βουλευτής, καθώς από παραλείψεις των δικαστικών αντιπροσώπων οι σταυροί προτίμησης ακυρώθηκαν από το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο.

Πρόκειται για μια πολύ σημαντική υπόθεση που ουσιαστικά τονίζει την ανάγκη τυπικής αυστηρότητας στην εκλογική διαδικασία, ενώ παράλληλα αναγνωρίζει τους αντιπροσώπους της δικαστικής αρχής ως διοικητικά όργανα του Δημοσίου, με αποτέλεσμα το τελευταίο να υποχρεούται σε αποζημίωση για τα λάθη και τις παραλείψεις τους.

Από την ακύρωση σταυρών στην αγωγή για αποζημίωση

Η υπόθεση ξεκίνησε όταν η Φρόσω Καρασαρλίδου, υποψήφια βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ στον νομό Ημαθίας, δεν κατάφερε να εκλεγεί και προσέφυγε στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, το οποίο με την απόφασή του (ΑΕΔ 14/2021) ακύρωσε τους σταυρούς προτίμησης λόγω έλλειψης μονογραφής σε κάθε σταυρό και αναγραφής του συνολικού αριθμού σταυρών στο ψηφοδέλτιο από τον δικαστικό αντιπρόσωπο.

 Όπως χαρακτηριστικά επεσήμανε το ΑΕΔ, «είναι απολύτως άκυρος και δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν σταυρός προτιμήσεως όχι μόνον όταν ελλείπουν και οι δύο ανωτέρω προϋποθέσεις, αλλά και όταν ελλείπει μόνον η μία εξ αυτών, ήτοι, όταν είτε δεν έχει τεθεί παραπλεύρως του σταυρού η μονογραφή του προέδρου μίας εφορευτικής επιτροπής είτε δεν έχει αναγραφεί στο ψηφοδέλτιο ο συνολικός αριθμός των σταυρών προτιμήσεως».

Άλλωστε, το γεγονός ότι η έλλειψη κάποιας από τις δύο παραπάνω προϋποθέσεις ή και μόνο της μίας εκ των δύο συνιστά ουσιώδες ελάττωμα που επιφέρει την ακύρωση του σταυρού αποτελεί πάγια νομολογία του ΑΕΔ.

Δείτε στην Qualex σχετικές αποφάσεις: ΑΕΔ 15/2011 και ΑΕΔ 8/2009.

Έτσι, η προσφυγή της υποψήφιας βουλευτή απορρίφθηκε, καθώς κρίθηκε ότι η μη εκλογή της οφειλόταν σε τυπική ακυρότητα σύμφωνα με το εκλογικό δίκαιο και όχι σε παρανομία επηρεάζουσα την ουσία της εκλογικής διαδικασίας.

Ωστόσο, η υποψήφια βουλευτής αποφάσισε να δώσει συνέχεια στην υπόθεση, αξιώνοντας αποζημίωση από το Ελληνικό Δημόσιο στα διοικητικά δικαστήρια, με τον ισχυρισμό ότι η παράλειψη του δικαστικού αντιπροσώπου να τηρήσει τις ανωτέρω προϋποθέσεις καταλογίζεται στη σφαίρα ευθύνης του Δημοσίου.

Το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών, με την υπ’ αριθμόν 14334/2024 απόφασή του έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή της.

Η συνδρομή του παράνομου γεγονότος και η θεμελίωση ευθύνης

Η απόφαση ΔΠρΑθ 14334/2024αναλύει με σαφήνεια ότι δεν απαιτείται δόλος ή βαριά αμέλεια του κρατικού οργάνου για τη θεμελίωση ευθύνης του Δημοσίου: Αρκεί η ύπαρξη παράνομης πράξης ή παράλειψης οργάνου του που επέφερε ζημία στον διοικούμενο σύμφωνα με το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ, ιδίως δε όταν παραλείπονται ιδιαίτερα καθήκοντα και υποχρεώσεις με βάση τη νομοθεσία.

Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει: «Κατά την έννοια, επίσης, των ιδίων διατάξεων [άρθρο 105 ΕισΝΑΚ], ευθύνη του Δημοσίου, τηρουμένων και των λοιπών προϋποθέσεων του νόμου, υπάρχει όχι μόνο όταν με πράξη ή παράλειψη οργάνου του παραβιάζεται συγκεκριμένη διάταξη νόμου, αλλά και όταν παραλείπονται τα ιδιαίτερα καθήκοντα και υποχρεώσεις, που προσιδιάζουν στη συγκεκριμένη υπηρεσία και προσδιορίζονται από την κειμένη εν γένει νομοθεσία, τα διδάγματα της κοινής πείρας και τις αρχές της καλής πίστεως».

Ωστόσο, το βασικό διακύβευμα στην εν λόγω υπόθεση ήταν το αν οι δικαστικοί αντιπρόσωποι συνιστούν όργανα του Δημοσίου και κατ’ επέκταση το τελευταίο υποχρεούται σε αποζημίωση.

Οι δικαστικοί αντιπρόσωποι λογίζονται ως διοικητικά όργανα του Δημοσίου και το τελευταίο υπέχει ευθύνη από πράξεις ή παραλείψεις τους.

Άλλωστε, έχει απασχολήσει τη θεωρία και το νομολογία το ζήτημα αν οι δικαστικοί αντιπρόσωποι που συμμετέχουν στη διαδικασία των βουλευτικών εκλογών ενεργούν ως όργανα του Δημοσίου κατά την έννοια του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ ή ως όργανα της δικαστικής εξουσίας, πράγμα που θα απέκλειε τη θεμελίωση αποζημιωτικής ευθύνης του Δημοσίου. Η απόφαση 14334/2024 του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών υιοθετεί τη θέση ότι οι δικαστικοί αντιπρόσωποι, κατά τη διάρκεια των εκλογών, εκτελούν κατεξοχήν διοικητικά καθήκοντα, που συνδέονται με τη διασφάλιση της ομαλής εκλογικής διαδικασίας και όχι με την άσκηση δικαιοδοτικής λειτουργίας:

«Οι αντιπρόσωποι της δικαστικής αρχής […] κατά κανόνα ασκούν, ως πρόεδροι των Εφορευτικών Επιτροπών, διοικητικής φύσεως καθήκοντα (πρβλ. ΣτΕ 646/2020 σκ. 15), που άπτονται της διασφάλισης της ομαλής διεξαγωγής της εκλογικής διαδικασίας στα εκλογικά τμήματα, την οποία συντονίζει ο Υπουργός Εσωτερικών, της διαλογής και καταμέτρησης των ψήφων, της εξαγωγής και διαβίβασης των αποτελεσμάτων».

Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου, οι δικαστικοί αντιπρόσωποι λογίζονται ως διοικητικά όργανα του Δημοσίου και το τελευταίο υπέχει ευθύνη από πράξεις ή παραλείψεις τους.

Ο προσδιορισμός της ζημίας: Πόσο αξίζει ένας σταυρός;

Το πλέον κρίσιμο και ιδιόμορφο σημείο της απόφασης αφορά την ποσοτικοποίηση της ζημίας. Η ενάγουσα ζήτησε αποζημίωση με βάση την εκτίμηση ότι, αν δεν είχαν ακυρωθεί οι σταυροί, θα είχε εκλεγεί βουλευτής. Συγκεκριμένα, ζήτησε πάνω από 100.000 ευρώ ως αποθετική ζημία λόγω απώλειας της βουλευτικής της ιδιότητας.

Το Δικαστήριο όμως ακολούθησε επιφυλακτική προσέγγιση, καθώς η απώλεια της βουλευτικής έδρας σημαίνει ότι η ενάγουσα δεν άσκησε τελικά τα καθήκοντά της, με τα οποία συνδέεται η βουλευτική αποζημίωση:

«Το αίτημά της να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου να της καταβάλει, ως συνέπεια των ως άνω παράνομων παραλείψεων, τα ποσά που αντιστοιχούν στη βουλευτική αποζημίωση και την αποζημίωση για συμμετοχή σε συνεδριάσεις κοινοβουλευτικών επιτροπών, που θα είχε εισπράξει από Ιούλιο 2021 έως 22.4.2023, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο. Τούτο διότι, όπως κρίθηκε στην έκτη σκέψη της παρούσας, η βουλευτική αποζημίωση, η οποία καταβάλλεται στους βουλευτές για την άσκηση του λειτουργήματός τους και την εξασφάλιση της ανεξαρτησίας των βουλευτών κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, σαφώς συναρτάται με την πραγματική άσκηση των εν λόγω καθηκόντων, τα οποία, η ενάγουσα δεν άσκησε».

Ωστόσο, αναγνωρίζοντας την αδυναμία να υπολογιστεί με ακρίβεια το αποτέλεσμα, το Δικαστήριο κατέληξε σε εύλογη αποτίμηση της ηθικής βλάβης και της απώλειας πιθανής εκλογής, καταδικάζοντας το Δημόσιο σε χρηματική αποζημίωση 10.000 ευρώ:

«Το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη α) τις συνθήκες τέλεσης των ως άνω παραλείψεων και ιδίως το γεγονός ότι είχαν ως αποτέλεσμα την απώλεια της βουλευτικής της έδρας, β) την ψυχική ένταση και ταλαιπωρία που υπέστη, λόγω και του επακολουθήσαντος δικαστικού αγώνα, γ) την αποκλειστική υπαιτιότητα των δικαστικών αντιπροσώπων και δ) ότι η αποζημίωση αυτή, δεν σκοπεί στον πλουτισμό του παθόντος, αλλά στην ηθική παρηγορία του (βλ. ΣτΕ. 3218/2009 σκ. 4), κρίνει ότι η ενάγουσα υπέστη ηθική βλάβη, προς αποκατάσταση της οποίας πρέπει να της καταβληθεί, ως χρηματική ικανοποίηση, το εύλογο ποσό των 10.000 ευρώ».

Η ΔΠρΑθ 14334/2024 αποτελεί μία σημαντική δικαστική αναγνώριση της αποζημιωτικής διάστασης εκλογικών παρατυπιών εκ μέρους των δικαστικών αντιπροσώπων, καθιστώντας υπεύθυνο το Ελληνικό Δημόσιο και δημιουργώντας ένα αξιοσημείωτο νομολογιακό προηγούμενο.

Δείτε την απόφαση στην Qualex.

 

 

daily.nb.org


Αλεξιάννα Τσότσου

 

Δημοσίευση Σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις 7 ημερών