Η απεργία των καπνεργατών που πνίγηκε στο αίμα και η ιστορία πίσω από την εικόνα της χαροκαμένης μάνας που ενέπνευσε τον Επιτάφειο του Γιάννη Ρίτσου. Πρωτομαγιά σήμερα και με αφορμή την ολοκλήρωση 80 ετών από τον ματωμένο Μάη του '36 στη Θεσσαλονίκη, το WE θυμάται έναν σημαντικό σταθμό στην ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος
Η απεργία των καπνεργατών και η βίαιη
καταστολή της από την χωροφυλακή τον Μάη του 1936 στη Θεσσαλονίκη έμεινε
στην ιστορία ως ένας από τους πιο σημαντικούς σταθμούς στην ιστορία του
ελληνικού εργατικού κινήματος, που πλήρωσε με αίμα μια μεγάλη νίκη.
Στις 12 Μαΐου, ο τότε κυβερνήτης και μετέπειτα δικτάτορας Ιωάννης
Μεταξάς, θα ζητούσε από τους καπνέμπορους να ικανοποιήσουν τα αιτήματα
των απεργών, θέλοντας να αποφύγει την περεταίρω σύγκρουση με την
εργατική τάξη, που δύο μέρες πριν είχε θάψει 12 νεκρούς διαδηλωτές και
μετρήσει περισσότερους από 200 τραυματίες. Η πιο εμβληματική φωτογραφία
της αιματηρής εξέγερσης, η εικόνα μιας μάνας που θρηνούσε πεσμένη στην
άσφαλτο πάνω από το δολοφονημένο παιδί της, ενέπνευσε ένα από τα πιο
εμβληματικά έργα του Γιάννη Ρίτσου, τον Επιτάφειο, που μελοποίησε 22
χρόνια αργότερα ο Μίκης Θεοδωράκης.
Μέρα Μαγιού μου μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω,
άνοιξη, γιε, που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω
Οι καπνεργάτες της Θεσσαλονίκης ξεκίνησαν
απεργία διαρκείας στις 29 Απριλίου, με την κάλυψη της «Πανελληνίου
Καπνεργατικής Ομοσπονδίας» και την υποστήριξη της «Ενωτικής Γενικής
Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδος» (ΕΓΣΕΕ). Βασικό τους αίτημα ήταν η
αύξηση του ημερομισθίου από τις 75 στις 135 δραχμές, όπως όριζε μία
συμφωνία του 1924, γνωστή ως «σύμβασης Παπαναστασίου», την οποία δεν
τηρούσαν οι καπνέμποροι, επωφελούμενοι της μεγάλης ανεργίας που μάστιζε
τον κλάδο. Ήταν τόσο άσχημα τα πράγματα, που πολλοί καπνεργάτες, κυρίως
γυναίκες, δούλευαν μόνο για τα ένσημα και για να μην χάσουν το δικαίωμα
της περίθαλψης, χωρίς να πληρώνονται. Η χώρα βίωνε μια μεγάλη οικονομική
κρίση που ακολούθησε το Κραχ του 1929 και τη στάση πληρωμών της Ελλάδας
το 1932. Η ανεργία έφτανε το 50% και τα ημερομίσθια ήταν εν γένει πολύ
χαμηλά εξ αιτίας και της μεγάλης υποτίμησης του νομίσματος. Ως εκ
τούτου, το απεργιακό κίνημα εμφάνισε ιδιαίτερη έξαρση την περίοδο
1931-1936, με πρωτόγνωρης μαζικότητας αγώνες που συχνά κατέληγαν σε
αιματηρές συγκρούσεις με την αστυνομία. Οι κινητοποιήσεις αυτές
κορυφώθηκαν τον Μάιο του 1936 στη Θεσσαλονίκη. Τα αιτήματα των
καπνεργατών δεν αφορούσαν μόνο στην αύξηση του ημερομισθίου αλλά
περιελάμβαναν μεταξύ άλλων το οκτάωρο, την εφαρμογή του νόμου ώστε να
απασχολούνται 50% άνδρες - 50% γυναίκες και τη βελτίωση των ασφαλιστικών
τους παροχών.
Το συνδικαλιστικό κίνημα είχε ισχυρή
παρουσία στη Θεσσαλονίκη με πυρήνα του καπνεργάτες που συνιστούσαν το
11,3% της εργατικής τάξης στη βόρεια Ελλάδα. Ωστόσο, στις απεργίες και
τις διαδηλώσεις του Μαΐου προσέρχονταν μέρα με τη μέρα και άλλοι κλάδοι,
το κίνημα κλιμακωνόταν και οι συγκρούσεις με την χωροφυλακή ήταν
καθημερινές. Στις 7 του μήνα ανέβηκε στη Θεσσαλονίκη ο ίδιος ο
πρωθυπουργός Ιωάννης Μεταξάς προκειμένου να λάβει μέρος σε σύσκεψη έγινε
στο Διοικητήριο (υπουργείο Βόρειας Ελλάδας) για την αντιμετώπιση της
κατάστασης. Δόθηκε εντολή για καταστολή των απεργιών και την επομένη η
πόλη μετατράπηκε σε πεδίο μάχης με δεκάδες τραυματίες. Διαδηλωτές
κατάφεραν να φτάσουν στο Διοικητήριο και οι στρατιώτες που
περιφρουρούσαν το κτίριο πήραν εντολή να χτυπήσουν, πολλοί ωστόσο δεν
πειθάρχησαν. Στο τέλος της ημέρας, τα 3 εργατικά κέντρα της πόλης πήραν
απόφαση για νέα απεργία το Σάββατο 9 Μαΐου, με την κυβέρνηση Μεταξά να
έχει πάρει τα μέτρα της και πολυβόλα να έχουν στηθεί σε διάφορα σημεία
της πόλης.
Από τα χαράματα περίπολοι στρατού και
αστυνομίας ανεβοκατεβαίνουν στους κεντρικούς δρόμους της πόλης και των
προσφυγικών συνοικιών. Συγκοινωνίες δεν υπάρχουν, όπως και εφημερίδες,
λόγω της απεργίας των αυτοκινητιστών και των τυπογράφων. Οι εργαζόμενοι
κατεβαίνουν σιγά σιγά προς το κέντρο της πόλης. Γίνονται συγκεντρώσεις
σε διάφορα σημεία. Η πρώτη σύγκρουση με την αστυνομία γίνεται από τους
αυτοκινητιστές και πέφτει νεκρός ο Τάσος Τούσης. Οι εργάτες τοποθετούν
το άψυχο σώμα του πάνω σε μια ξύλινη πόρτα και κατευθύνονται προς το
Διοικητήριο. «Στη γωνία Εγνατίας και Συγγρού ήταν ένα ξενοδοχείο,
που χτιζόταν. Ξηλώνουµε µια πόρτα και τον βάζουµε επάνω... Εγώ, ο
Ασπρίδης, ο Σαββίδης, ο Βεκίδης Ζαφίρης και ο Χατζηδήµος. Παίρνουµε το
νεκρό, δυο µπροστά, δυο πίσω και πηγαίνουµε κατ' ευθείαν στην οδό
Βενιζέλου... Μόλις φτάσαµε στην Εγνατία µε διαταγή του Ντάκου άρχισαν
οµαδικά πυρά οι χωροφύλακες», περιγράφει ο απεργός Κ. Παπαβασιλείου.
Η αστυνομία κλείνει το δρόμο και επιτίθεται αλλά οι διαδηλωτές δεν υποχωρούν και η σύγκρουση γενικεύεται. «Οι αρχές είχαν ουσιαστικά καταλυθεί. Οι συνοικισμοί όλοι είχαν καταληφθή από τους διαδηλωτάς», γράφει ο επιμελητής του ημερολογίου του Ιωάννη Μεταξά, Π. Σιφναίος. Και ο Γρ. Δαφνής συμπληρώνει: «…ούτε ο Γενικός Διοικητής, ούτε ο Σωματάρχης, ούτε καμία άλλη αρχή ημπορούσε να ασκήση εξουσίαν!», Την επομένη, στις 10 Μαΐου, η Θεσσαλονίκη κηδεύει τους νεκρούς της.
Ο Τάσος Τούσης ήταν μηχανικός αυτοκινήτων με
καταγωγή από το Ασβεστοχώρι και γυναίκα καπνεργάτρια. Τη μέρα που έπεσε
νεκρός, είχε πει στη μητέρα του, Κατίνα, ότι θα πάει στην εξοχή. Άλλαξε
όμως γνώμη και κατέβηκε στην απεργία. Η κυρία Κατίνα πήγαινε στο
Διοικητήριο μήπως βρει τις κόρες της που είχαν επίσης κατέβει στην
απεργία. Αντ’ αυτού, συνόδευσε το γιο της νεκρό πάνω σε μια ξύλινη
πόρτα. Όταν το πλήθος έφτασε στην Παναγιά των Χαλκέων, τα πολυβόλα
άρχισαν να ρίχνουν. Όλοι έπεσαν κάτω εκτός από την κυρία Κατίνα. Της
φώναξαν να πέσει για να μην την σκοτώσουν οι σφαίρες, και η γυναίκα
έπεσε πάνω στο νεκρό παιδί της.
«Μια μάνα, καταμεσὶς τοῦ δρόμου,
μοιρολογάει το σκοτωμένο παιδί της. Γύρω της καὶ πάνω της, βουίζουν και
σπάζουν τα κύματα των διαδηλωτών - των απεργῶν καπνεργατῶν. Εκείνη
συνεχίζει το θρήνο της».
Ένας φωτογράφος απαθανατίζει τη στιγμή. Τη
φωτογραφία πρωτοδημοσιεύει ο Ριζοσπάστης στο φύλο της 10ης Μάϊου. Μέσα
στις επόμενες δύο ημέρες, ο Γιάννης Ρίτσος, εμπνευσμένος από αυτή την
εικόνα, γράφει 14 ποιήματα του Επιτάφειου.
Γιέ μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου,
πουλάκι της φτωχειάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου,
Πως κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω
και δε σαλεύεις, δε γροικάς τα που πικρά σου λέω;
Η πρώτη έκδοση κυκλοφορεί σε 10.000
αντίτυπα, αριθμό ρεκόρ για τα εκδοτικά δεδομένα της εποχής και γίνεται
ανάρπαστη. Η δεύτερη έκδοση όμως ματαιώνεται με την επιβολή της
δικτατορίας του Μεταξά την 4η Αυγούστου 1936. Ο Επιτάφειος
συγκαταλέγεται στον πρώτο κατάλογο απαγορευμένων βιβλίων, κατάσχονται τα
τελευταία 250 αντίτυπα και ρίχνονται στην πυρά μπροστά στους Στύλους
του Ολυμπίου Διός…
Είκοσι δύο χρόνια μετά, ο Μίκης Θεοδωράκης, λαμβάνει στο Παρίσι ένα πακέτο από τον Γιάννη Ρίτσο. «Μου στέλνει όλα του τα βιβλία. Και στον "Επιτάφιο" είχε αυτό: το βιβλίο τούτο το έκαψαν στους στύλους του Ολυμπίου Διός»
περιγράφει ο συνθέτης σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Έθνος το 2009,
προσθέτοντας πως έγραψε τη μουσική, μέσα στο αυτοκίνητό του, μια νύχτα
με βροχή. «Κάθομαι λοιπόν στο τιμόνι και περιμένω. Μια βροχή...
Βγάζω το βιβλίο και χωρίς να το πολυσκεφτώ, λες και έπρεπε να γίνει
αυτό, χαράζω πεντάγραμμο και αρχίζω να γράφω μουσική. Μελοποιώ και τα
είκοσι».
* Πηγές: Ριζοσπάστης, Μακεδονία,
Έθνος, Ελευθεροτυπία, Κόκκινος Φάκελλος, sansimera.gr, users.sch.gr,
mouseiodimokratias.gr, βιβλίο "Θεσσαλονίκη, η ψυχή μας" του Λάκη
Ιωαννίδη, ντοκουμέντα από το αρχείο Ζιούτου
Δημοσίευση Σχολίου