Γράφει η Ματίνα Τριανταφύλλη
Το προτεινόμενο σχέδιο για τις αλλαγές στο ασφαλιστικό πρώτα απ’ όλα πάσχει στην προσέγγιση του προβλήματος, την οποία επιχειρεί αγνοώντας ή και διαστρέφοντας πολύ βασικές παραμέτρους του θεσμού της κοινωνικής ασφάλισης.
Αυτό που κατ’ αρχήν παραγνωρίζει είναι ότι ο θεσμός της κοινωνικής ασφάλισης δεν είναι αυτοαναφορικός. Δεν είναι ένα κλειστό και απομονωμένο σύστημα κοινωνικής προστασίας, αλλ’ αντίθετα πρόκειται για ένα σύστημα ανοιχτό, το οποίο αλληλεπιδρά άμεσα με τους τομείς της απασχόλησης, της επιχειρηματικότητας και της εν γένει ανάπτυξης της οικονομίας.
Το γεγονός αυτό καταδεικνύει ότι η λύση του ασφαλιστικού ευρίσκεται εν πολλοίς έξω από αυτό. Συνεπώς, οποιαδήποτε παρέμβαση, η οποία παραβλέπει ότι αυτό στενάζει κάτω από το 25% της ανεργίας, τη συρρίκνωση του ΑΕΠ τουλάχιστον κατά 25% τα χρόνια της κρίσης και τη δραματική μείωση του επιπέδου των μισθών (που επέφερε βέβαια την αναλογική μείωση των εσόδων από τις εισφορές), είναι εξ’ αρχής απολύτως καταδικασμένη.
Η πρόταση της Κυβέρνησης είναι προφανές ότι δεν συνιστά –την αναγκαία- ασφαλιστική μεταρρύθμιση. Και τούτο διότι προέχον χαρακτηριστικό της δεν είναι οι διαρθρωτικές αλλαγές και οι τομές που θα εξασφαλίσουν τη βιώσιμη και αποδοτική λειτουργία του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, αλλ’ αντίθετα η άμεση και οριζόντια λήψη δημοσιονομικών μέτρων, με βάση το μνημονιακό στόχο για μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης στο 15,5% του ΑΕΠ.
Προς επίρρωση αναφέρεται ότι, ενώ το ζήτημα του ασφαλιστικού είναι –κυρίως- οικονομικό, επιχειρείται η επίλυσή του χωρίς να έχει διενεργηθεί αναλογιστική μελέτη και μελέτη των οικονομικών και κοινωνικών επιπτώσεων, από τις οποίες και μόνο θα μπορούσε να προκύψει η ποσοτικοποίηση και συνεπώς η τεκμηρίωση της αποδοτικότητάς του κάθε επιμέρους προτεινόμενου μέτρου. Εν προκειμένω, οι ρυθμίσεις που προτείνονται, είτε εξαιτίας της προχειρότητάς τους, είτε λόγω αναχρονιστικής ιδεοληψίας, όχι μόνο δεν λύνουν, αλλά επιτείνουν περαιτέρω, τόσο το πρόβλημα του ασφαλιστικού, όσο και εν γένει της οικονομίας.
Χαρακτηριστική περίπτωση είναι η αύξηση των εισ-«φορών», η οποία, ιδίως στην περίπτωση των αυτοαπασχολούμενων και των ελεύθερων επαγγελματιών (για τους οποίους τα ποσοστά των εισφορών φτάνουν το 38,5% του εισοδήματός τους..), είναι ολωσδιόλου καταστροφική και οδηγεί στην επαγγελματική και οικονομική τους εξόντωση. Μια τέτοια αύξηση στις εισφορές καταλύει κάθε έννοια ανταποδοτικότητας, αφού οι ασφαλισμένοι δεν πρόκειται να λάβουν ποτέ αναλογικά σε παροχές τις εισφορές που καλούνται να καταβάλουν. Είναι δε βέβαιο ότι θα επιφέρει τα αντίθετα από τα προσδοκώμενα –ταμειακά- αποτελέσματά αφού θα οδηγήσει σε άνευ προηγουμένου αύξηση της εισφοροδιαφυγής και των ανείσπρακτων εισφορών, ενώ παράλληλα θα δημιουργήσει σοβαρό κοινωνικοοικονομικό πρόβλημα στην άσκηση των ελεύθερων επαγγελμάτων, οδηγώντας σε έξοδο από το επάγγελμα ή και, δυστυχώς, από τη χώρα χιλιάδες νέους επαγγελματίες και επιστήμονες, διαβρώνοντας έτσι τον παραγωγικό και μορφωτικό ιστό της χώρας.
Παράλληλα, σοβαρά προβλήματα ανισότητας δημιουργούνται με την επιχειρούμενη ενοποίηση όλων των ασφαλιστικών ταμείων σε έναν ενιαίο φορέα, στο βαθμό μάλιστα που έχει σχεδιαστεί με γνώμονα την οικονομική εξισορρόπηση των υγιών με τα μη υγιή ταμεία, εις βάρος των παροχών των εύρωστων ταμείων και των διαχρονικά συνεπών κατηγοριών ασφαλισμένων. Η ενοποίηση σε ενιαίο υπερ-οργανισμό παραγνωρίζει την κατά επαγγελματικούς κλάδους ασφάλιση, η οποία αποτελεί ουσιώδες στοιχείο του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης και παραβλέπει την αυτονομία που επιβάλλει η ανάγκη για διακριτούς κανόνες εισφορών και παροχών ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τις δυνατότητες κάθε κατηγορίας. Τουλάχιστον σε ότι αφορά τις τρεις μεγάλες κατηγορίες των μισθωτών, των αυτοαπασχολούμενων και των αγροτών, η διοικητική και λειτουργική εξομοίωσή τους δεν δύναται να λάβει χώρα με αποδοτικό τρόπο, λόγω των σημαντικότατων διαφοροποιήσεων που υφίστανται μεταξύ τους.
Υπό τις παραπάνω κοινές -εν πολλοίς- διαπιστώσεις, θα πρέπει να μελετηθεί πολύ σοβαρά μια διαφορετική, ουσιαστική, ασφαλιστική μεταρρύθμιση, η οποία:
Πρώτον, θα στηρίζεται σε μια συνολική οικονομική μελέτη, όχι μόνο αναλογιστική, αλλά και μελέτη επιπτώσεων στην ανάπτυξη της οικονομίας, βάσει των οποίων δύναται μόνο να σχεδιαστούν κοινωνικά δίκαιες ρυθμίσεις, τόσο για το ύψος των εισφορών, όσο και των παροχών,
δεύτερον, θα προβλέπει την ουσιαστική ανάπτυξη του δεύτερου πυλώνα της συμπληρωματικής ασφάλισης μέσω των ταμείων επαγγελματικής ασφάλισης, ως συστατικό στοιχείο της κοινωνικής ασφάλισης και
τρίτον, θα συνοδεύεται από παράλληλες νομοθετικές παρεμβάσεις που θα ευνοούν την ανάπτυξη της οικονομίας και την ενίσχυση της απασχόλησης.
* Η Ματίνα Τριανταφύλλη είναι Δικηγόρος, μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, κάτοχος Μ.Δ.Ε. Δημοσίου Δικαίου Παν/μίου Αθηνών.
http://thepaper.gr/
Δημοσίευση Σχολίου