Το νησί με τα κρυμμένα μυστικά. .
| εικόνα.4 |
Αρχαία ναυτική βάση στην βραχονησίδα Άγιος Δημήτριος
Του Κρισσαίου κόλπου
Στον
Άδωνι Κύρου[1]
Κρισσαίος ονομάζεται ο κόλπος της
Ιτέας, στην ΒΑ πλευρά του Κορινθιακού, στον οποίο περιλαμβάνεται και η θαλάσσια
περιοχή του Γαλαξειδίου.[2] Χαρακτηριστικά
επιφανειακά ευρήματα (οικιστικά κατάλοιπα, κεραμίδια, σκωρίες, δεξαμενές και
υστερορωμαϊκή – πρώιμη βυζαντινή κεραμική) δείχνουν ότι τα περισσότερα από τα επτά
μικρά νησιά του Κρισσαίου κόλπου (εικ.1) είχαν χρησιμοποιηθεί ως χώροι βιοτεχνικών
ή εμπορικών εγκαταστάσεων αλλά και ως καταφύγια κατά τους λεγόμενους
‘σκοτεινούς’ πρωτοβυζαντινούς αιώνες. Τα ευρήματα αποδίδονται στην προσωρινή
καταφυγή και εγκατάσταση εκεί των κατοίκων των χερσαίων κωμοπόλεων και χωριών
της περιοχής, κατά τις περιόδους των επιδρομών των Σλάβων και των Αβάρων, που
ξεκίνησαν κατά τη βασιλεία του Ιουστινιανού και έφθασαν στη Νότια Ελλάδα προς
το τελευταίο τέταρτο του 6ου αι.[3]
Στο ‘Χρονικό του Γαλαξειδιού’, ένα
σημαντικότατο κείμενο γραμμένο το 1703, βρίσκουμε την πρώτη πληροφορία για
χρήση των νησιών ως καταφυγίων, κατά τις επιδρομές του 10ου μ.Χ. αι.[4] Η
πρώτη επιστημονική τους προσέγγιση οφείλεται στις επισκέψεις και τις μικρές
ανασκαφές που διεξήγαγαν εκεί οι Γάλλοι αρχαιολόγοι F. Chamoux
και L. Lerat το 1946[5]. Το 1969 ο S. Hood
μελέτησε εμπεριστατωμένα τα αρχαιολογικά
κατάλοιπα σε τρία από τα νησιά (Παναγιά, Αψηφιά, Άγιος Γεώργιος) και με βάση
την κεραμική, απέδωσε τη δημιουργία των εγκαταστάσεων στους κατοίκους των
χερσαίων περιοχών, που κατέφυγαν εκεί για να σωθούν από τις σλαβικές επιδρομές
του β΄ μισού του 6ου και των αρχών του 7ου αι.[6]
Οι έρευνες του Ά. Κύρου σε όλα τα
νησιά όχι μόνον επιβεβαίωσαν τα συμπεράσματα του Hood με την ανεύρεση πολλών
νομισμάτων[7] αλλά
έδωσαν και ένα πολύ σημαντικό άρθρο, στο οποίο πειστικά υποστηρίζει ότι οι
επιδρομές των Μπολγάρων που αναφέρει το Χρονικό δεν είναι αυτές του 10ου
αι. του Σαμουήλ και του Συμεών, αλλά θα πρέπει να αποδοθούν σε μερικά ουνικά
φύλα (Οστρογούρους και Κουτριγούρους), που από το 541 εισέβαλαν στα εδάφη της
Αυτοκρατορίας, φθάνοντας μέχρι τα παράλια του Κορινθιακού[8]. Οι
επιδρομές αυτές ερήμωσαν τον τόπο και οδήγησαν στην οριστική του εγκατάλειψη
από τους παλιούς του κατοίκους και στην απώλεια του αρχαίου τοπωνυμίου Χάλειον,
με το οποίο ταυτίζεται ασφαλώς το Γαλαξείδι[9].
Ο Άγιος
Δημήτριος
Από τα νησιά του Kρισσαίου κόλπου, ο Άγιος
Δημήτριος είναι το πιο απομακρυσμένο και με τη μεγαλύτερη θέα προς το ανατολικό
τμήμα του Κορινθιακού. Απέχει από το λιμάνι της Ιτέας 4.400 μ. και από του Γαλαξειδιού
3.600 μ.
(εικ. 1). Είναι μεν το πιο μικρό απ’ όλα, με έκταση περίπου τεσσάρων στρεμμάτων
(μέγιστο μήκος 100 μ.,
μέγιστο πλάτος 80 μ.)
αλλά είναι ψηλό, με μέγιστο ύψος τα 8 μ. και τηλεφανές. Κοιτάζοντάς το από την
παραλία ξεχωρίζει για το ιδιόμορφο σχήμα του, που του έδωσε και τη λαϊκή
ονομασία ‘το καπέλο του Βενιζέλου’ (εικ. 3β, 4). Το σχήμα του νησιού οφείλεται αφενός στην έντονη
διάβρωση και αποκοπή των ακτών του, και αφετέρου στην κοπή, όπως θα δούμε, του μεσαίου
του τμήματος, που άφησε τα δύο άκρα του να φαίνονται ως υψώματα.
Γεωλογικά, το νησί αποτελείται
από δύο είδη πετρώματος: το κεντρικό και πιο ψηλό του τμήμα είναι ένας σκληρός
γκρίζος κροκαλοπαγής ασβεστόλιθος, ενώ το χαμηλότερο συνίσταται από στρώσεις
πιο μαλακού καστανού ασβεστόλιθου με εγκλείσματα αιματίτη, που αποσπάται πολύ
πιο εύκολα.
Η επιφάνεια της βραχονησίδας
είναι γεμάτη από διάσπαρτα θεμέλια κτισμάτων ανάμικτα με στρώσεις κεραμιδιών.
Στην κορυφή του ανατολικού υψώματος σώζονται τα θεμέλια ενός μικρού μονόχωρου
ναϊδρίου (εικ. 2)[10]. Η
εικόνα της οικιστικής χρήσης του χώρου συμπληρώνεται και από την ύπαρξη
λαξευμένων στο μαλακό βράχο απιόσχημων δεξαμενών συγκέντρωσης ομβρίων, δύο από
τις οποίες έχουν αποκοπεί από τα κύματα και οι τομές τους φαίνονται από τη
θάλασσα (εικ. 3β, αριστερά). Η σημερινή εικόνα, με κομμένες από τα κύματα τις
εξωτερικές πλευρές, καθώς και η ύπαρξη βράχων πεσμένων στο βυθό γύρω του,
δίνουν μια ιδέα για το μεγάλο τμήμα του νησιού που έχει διαβρωθεί και τελικά
αποσπαστεί από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα (εικ. 2, 5).
Τα πιο ενδιαφέροντα κατάλοιπα βρίσκονται στο
μέσον της νότιας πλευράς του, εκεί όπου τα κύματα έχουν αφαιρέσει και το
μεγαλύτερο τμήμα του. Στο μέρος αυτό είναι αμέσως φανερό ότι το σημερινό σχήμα
του νησιού έχει διαμορφωθεί από ανθρώπινη παρέμβαση (εικ. 2, 3α, 5).
Μια επιμήκης και ευρεία τάφρος από την μια άκρη στην άλλη κατά την κατευθυνση
Β-Ν και μέχρι την επιφάνεια της θαλάσσης έχει κόψει το νησί στη μέση. Οι ορατές
διαστάσεις της τάφρου είναι τουλάχιστον 22
μ. μήκος και περίπου 20 μ. πλάτος, ενώ το ορατό σήμερα βάθος της είναι τουλάχιστον
5,40 μ.
Η τομή φαίνεται καλύτερα από το κατακόρυφα κομμένο και λαξευμένο μέτωπο του
βράχου στη νοτιοδυτική πλευρά (εικ. 6). Η αντίστοιχη λάξευση στην ανατολική
πλευρά διακρίνεται λιγότερο λόγω επιχώσεων, είναι όμως απολύτως σαφής στην
επιφάνεια του εδάφους του νησιού (εικ. 2, 7).
| εικόνα.3β |
Στην τομή της τάφρου από τη νότια
πλευρά του νησιού διακρίνεται σήμερα ενιαία, μάλλον, επίχωση ύψους 4-5 μ. από μικρές και μεγάλες
πέτρες, χώμα, κεραμίδια και όστρακα από μεγάλα αγγεία που φέρουν ανάγλυφη,
κυματοειδή ‘χτενωτή’ διακόσμηση, καθώς και λίγα όστρακα από λεπτά ερυθροβαφή,
που χονδρικά χρονολογούνται στα Υστερορωμαϊκά και στα πρώιμα Βυζαντινά χρόνια.
Η επίχωση αυτή είναι στο ανώτερο μέρος της καλυμμένη από στρώματα κεραμιδιών
στέγης, κάτι που συμβαίνει και σε άλλα σημεία στην επιφάνεια του νησιού (εικ. 8).
Μέσα στην επίχωση αυτή και 2,5
περ. μ. πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας σώζεται γωνία τοίχου από μεγάλους
λιθοπλίνθους, σε ύψος 3-4 δόμων, που εδράζεται σε υποθεμελίωση από μικρότερους
αργούς λίθους. Δίπλα ακριβώς στη γωνία και με όψη προς Ν σχηματίζεται άνοιγμα πλάτους
1 περ. μ. μάλλον είσοδος, που στο κατώτερο μέρος του είναι καλυμμένο με επίχωση
κεραμιδιών, ενώ μπροστά και στο ίδιο περίπου επίπεδο κείται ακόμα, οριζόντιο,
μισό πιθάρι (εικ. 9). Ο τοίχος αυτός είναι ό,τι έχει απομείνει στη θέση του από
μια κατασκευή, που προφανώς ‘πάτησε’ στην επίχωση που είχε συγκεντρωθεί μέσα
στην τάφρο, αρκετά χρόνια μετά την εγκατάλειψή της. Στη θέση τους είναι ορατοί
20 περίπου λιθόπλινθοι, ενώ το υπόλοιπο μέρος της κατασκευής αυτής βρίσκεται σήμερα
στη θάλασσα, όπου μετρήσαμε τουλάχιστον 40 λιθοπλίνθους (εικ. 2, 3α,
9).
| εικόνα.6 |
Η μη κανονική αρμογή των
λιθοπλίνθων στον τοίχο αυτόν, καθώς και η ύπαρξη κεραμιδιών μέσα στην θεμελίωσή
του αποδεικνύουν ότι οι λίθοι αυτοί δεν είναι στην αρχική τους θέση αλλά
βρίσκονται εδώ σε δεύτερη χρήση. Ακόμη, η θεμελίωση του τοίχου επάνω σε επίχωση
που περιέχει υστερορωμαϊκά και πρώιμα βυζαντινά όστρακα, καθώς και η ύπαρξη του
πιθαριού στο ίδιο επίπεδο με το κατώφλι, υποδηλώνουν ότι και το κτίσμα αυτό θα
πρέπει να ήταν οικιστικού χαρακτήρα, σύγχρονο με τα διάσπαρτα θεμέλια στην
επιφάνεια του νησιού. Έχουμε, λοιπόν, εδώ ένα κτίσμα που κατασκευάστηκε κατά τους
πρωτοβυζαντινούς αιώνες και επιβίωσε σε
καλή κατάσταση μέχρι σήμερα, εν αντιθέσει με τα υπόλοιπα επιφανειακά που έχουν
σχεδόν εξαφανιστεί. Επιβίωσε, αφενός λόγω του ισχυρού υλικού κατασκευής του και
αφετέρου επειδή ήταν προστατευμένο μέσα στην τάφρο, και γρήγορα καλύφθηκε με νεώτερες
επιχώσεις[11].
Οι λιθόπλινθοι του κτίσματος
είναι μεγέθους 1,20-1,30 Χ 0,70 Χ 0,55 περίπου, στις στενές πλευρές φέρουν
αναθύρωση και στην πάνω επιφάνεια μοχλοβόθρια, όλα σαφή στοιχεία αρχαίας
κατεργασίας. Οι λιθόπλινθοι είναι δύο ειδών και προέρχονται από τα δύο
διαφορετικά πετρώματα του νησιού[12].
Αυτό δείχνει ότι λατομεύθηκαν επιτόπου και πιθανότατα ταυτοχρόνως με τη
διάνοιξη της τάφρου. Το στοιχείο αυτό αποδεικνύει ότι και η τάφρος θα πρέπει
χρονολογικά να τοποθετηθεί στην Αρχαιότητα, συνεκτιμώντας φυσικά και το γεγονός ότι ούτε το μέγεθος ούτε η
ωφέλεια του μεγάλου αυτού έργου θα μπορούσε να σχετιστεί με τον ρόλο του νησιού
ως προσωρινού πρωτοβυζαντινού καταφυγίου. Τη χρήση του νησιού ήδη από τα αρχαία
χρόνια επιβεβαιώνει και η ανεύρεση αρχαίας κεραμικής μέσα στην επίχωση της
δεξαμενής στη βόρεια πλευρά (εικ. 10)[13].
Όλα τα δεδομένα που παραθέσαμε
μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι έχουμε να
κάνουμε με ένα μεγάλο και δαπανηρό αρχαίο τεχνικό έργο: Μια μεγάλη ορθογώνια
τάφρος ανοίχθηκε από τη μία άκρη του νησιού στην άλλη, με κατεύθυνση χονδρικά Β-Ν,
από την οποία προήλθαν και μεγάλοι λιθόπλινθοι.
Τέτοιου είδους επεμβάσεις συναντούμε σε περιπτώσεις κατασκευής νεωρίων
για τον ελλιμενισμό ενός ή λίγων πολεμικών σκαφών σε περιοχές μεγάλου ναυτικού
ενδιαφέροντος. Αντίστοιχα έργα με παρόμοια χαρακτηριστικά έχουν μέχρι σήμερα
επισημανθεί σε αρκετές χερσαίες και νησιωτικές βραχώδεις παράκτιες περιοχές του
Αιγαίου πελάγους.[14]
| εικόνα.10 |
| εικόνα.7 |
Το τεχνικό έργο στη νησίδα Άγιος
Δημήτριος έχει πολλά κοινά στοιχεία στη μορφή και στις διαστάσεις με τα προαναφερθέντα.
Παρόλο που ο πυθμένας της τάφρου δεν είναι ορατός για να διαπιστώσουμε αν
υπάρχει η κλίση που είναι αναγκαία στους πυθμένες των νεωρίων, σήμερα σε σχέση
με την επιφάνεια της θάλασσαςς φαίνεται ότι στη βόρεια πλευρά ήταν υψηλότερα από
τη νότια (εικ. 3α-3β).[20] Είναι, επίσης, πολύ πιθανόν η σημερινή εικόνα
του κομμένου στη μέση νησιού με διαμπερή τάφρο να μην είναι η αρχική αλλά να
αποτελί συνέπεια της θαλάσσιας διάβρωσης που απέκοψε το πίσω (βόρειο) μέρος της
τάφρου. Αν ισχύει κάτι τέτοιο, τότε θα είχαμε ένα τυπικό νεώριο με είσοδο στη
νότια πλευρά, έναν κρυφό χώρο ελλιμενισμού, μια κρυψώνα για 2-3 μικρά πλοία,
Ένα άλλο στοιχείο των κατασκευών
στον Άγιο Δημήτριο είναι η ύπαρξη των λιθοπλίνθων, που φαίνεται ότι παρήχθησαν
κατά τη διάνοιξη της τάφρου. Αυτοί θα μπορούσαν να είχαν χρησιμοποιηθεί για την
επένδυση των κατακόρυφων παρειών της τάφρου όπου το χώμα ήταν μαλακό ή για την
ενίσχυση του όλου έργου με μια μορφή οχύρωσης. Αυτή θα αποτελούσε ενδιαίτημα
των στρατιωτών, όπως μαρτυρούν και οι αρχαίες δεξαμενές συλλογής ομβρίων[21] αλλά
ταυτοχρόνως θα λειτουργούσε και ως παρατηρητήριο προς τη θάλασσα αλλά και προς γειτονικές
χερσαίες φρουριακές εγκαταστάσεις.[22]
| εικόνα.8 |
Ένα τέτοιο στρατιωτικό έργο δεν
μπορεί να έγινε μεμονωμένα ή να λειτουργούσε μόνο του. Θα πρέπει να
προγραμματίστηκε και να εκτελέστηκε από μια ισχυρή κεντρική εξουσία σε
συνδυασμό με τον γενικότερο στρατηγικό σχεδιασμό όλης της περιοχής. Η
δημιουργία της προκεχωρημένης ναυτικής βάσης στον Άγιο Δημήτριο θα μπορούσε,
επομένως, να σχετιστεί με τις πολεμικές δραστηριότητες που προκλήθηκαν από τους
Ιερούς πολέμους και να είχε σκοπό της τον έλεγχο της ακώλυτης προσέλευσης των
προσκυνητών προς το ιερό των Δελφών από την θάλασσα. Ως γνωστόν, κύρια αφορμή του
4ου Ιερού πολέμου (339-8), που τελείωσε με την μάχη της Χαιρωνείας, υπήρξεν
η τείχιση και ο συνοικισμός του λιμανιού της Κίρρας, δηλαδή του επινείου των
Δελφών.[27] Ταυτοχρόνως,
το λιμάνι της Κίρρας ήταν σε όλες τις εποχές η αφετηρία ενός από τους
σημαντικότερους χερσαίους δρόμους της Κεντρικής Ελλάδας, που μέσω Αμφίσσης και
Μπράλλου ένωνε τον Κορινθιακό με τον Μαλιακό κόλπο.[28]
Με μεγαλύτερη όμως πιθανότητα το
έργο θα μπορούσε να αποδοθεί στους Αιτωλούς, οι οποίοι από τις αρχές του 3ου
αι. έως το 179 π.Χ. είχαν επεκτείνει την κυριαρχία τους σε όλη την δυτική Λοκρίδα
και Φωκίδα, φθάνοντας μέχρι τους Δελφούς[29]. Σε
όλη την περιοχή που έλεγχαν, όπως και στην ίδια τους την πατρίδα επέδειξαν μια
οχυρωματική εμμονή, με αποτέλεσμα να γεμίσουν με μικρά και μεγάλα οχυρά και με
δίκτυα μεμονωμένων πύργων κάθε κορυφή και κάθε δρόμο. Στους ίδιους τους
Αιτωλούς άλλωστε αποδίδεται πιθανότατα και η κατασκευή του μεγάλου οχυρού του
Χαλείου (Γαλαξειδιού)[30].
Δεν θα πρέπει να θεωρούμε
απίθανο, λοιπόν, οι Αιτωλοί να δημιούργησαν αυτόν τον προκεχωρημένο στρατιωτικό
σταθμό ναυτικού ελέγχου στην δυτική εσχατιά της επικράτειάς τους, επάνω σε έναν
σημαντικότατο θαλάσσιο δρόμο. Αντίστοιχα και σημαντικότερα νεώρια, βρίσκονταν
και στην ανατολική πλευρά του κράτους τους, στους ακαρνανικούς Οινιάδες[31]. Και
τα δύο συγκροτήματα νεωρίων ήταν τοποθετημένα δίπλα σε νευραλγικούς κόμβους
θαλάσσιας επικοινωνίας, στην είσοδο και κοντά στο πέρας του Κορινθιακού κόλπου,
απ’ όπου μπορούσαν να ελέγχουν καίριους θαλάσσιους δρόμους κατά την περίοδο της
μεγαλύτερης επέκτασης του κράτους τους σε όλη την κεντρική Ελλάδα.
| εικόνα.9 |
| εικόνα.10 |
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το
γεγονός ότι η κυριαρχία των Αιτωλών στη θάλασσα δεν βασίστηκε ποτέ σε οργανωμένο
στόλο αλλά στα πειρατικά τους σκάφη, με τα οποία, όπως γνωρίζουμε, έκαναν και
αιφνιδιαστικές επιθέσεις εναντίον των
βορείων παραλίων της Πελοποννήσου που ανήκαν στην Αχαϊκή συμπολιτεία.[32]
Αφετηρία και ιδανικές βάσεις για τέτοιου τύπου πολεμικές δραστηριότητες αλλά
και γενικότερα για την άριστη αποτελεσματικότητα των πλοίων αυτών ασφαλώς θα
αποτελούσαν προκεχωρημένα ναυτικά
φυλάκια, όπως αυτό του Αγίου Δημητρίου στον Κρισσαίο κόλπο.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Amandry,
Luce, Rousset 1990: Αmandry
P., Luce J-M., Rousset D., Autour de
Delphes, Les Dossiers d’ Archeologie 1990, 36-39
Baika
2013a: Βaika
K., The fortification of shipsheds and naval arsenals, στο Blackman
et alii 2013, 210-230
Baika
2013b: Βaika
K., Small-scale and rock-cut naval bases, στο Blackman et alii 2013, 213-253
Blackman
1996: Blackman D., New evidence for ancient ship dimensions, Tropis 4,
1996, 113-125
Blackman,
Simosi 2002: Blackman D., Simosi A., Researches on the island of Alimnia near
Rhodes, Tropis 7, 2002, 139-149.
Blackman
et alii (eds) 2013: Blackman D. et alii (eds), Shipsheds of the Ancient Mediterranean (Cambridge 2013)
Chamoux,
Lerat 1947-8: Chamoux F. και
Lerat L., Voyage en Locride Occidentale, BCH 71/72, 1947-48,
47-59.
Gerding
2013: Gerding H., Oiniadai, στο Blackman et alii 2013, 410-419
Grainger
1999: Grainger J.D., The League of the Aetolians (Leiden 1999)
Gregory
1981: Gregory T., Byzantine ‘Isles of Refuge’, AJA 85, 1981, 195
Hood
1970: Hood S., Isles of Refuge in the Early Byzantine Period, BSA 65, 1970,
37-45.
Kase
et alii 1991: Kase E.W. et alii,The Great
Isthmus Corridor Route I (Iowa1991)
Kenny
1947: Kenny J.A., The ancient docks on Sounion, BSA 42, 1947, 194-200
Koλώνας 1989/90: Kολώνας Λ., Ανασκαφή Οινιαδών. Τα
Νεώρια, Αρχαιογνωσία 6, 1989/90, 153-158.
Κύρου 2001-2: Κύρου Ά., Νησιωτικά
καταφύγια στον Αργολικό κόλπο κατά τους Πρωτοβυζαντινούς αιώνες, στα Πρακτικά
ΣΤ΄ διεθνούς συνεδρίου Πελοποννησιακών σπουδών Β (2001-2) 501-520.
Κύρου 2003: Κύρου Ά., Το
Γαλαξείδι στους «σκοτεινούς» πρωτοβυζαντινούς αιώνες, στο Π. Θέμελης – Ρ.
Σταθάκη Κούμαρη (επιμ.), Το Γαλαξείδι από την Αρχαιότητα έως σήμερα
(Αθήνα 2003) 79-85
Lerat
1952: Lerat L., Les Locriens de l’Ouest (Paris
1952)
Μπαζιωτοπούλου, Βαλαβάνης 2003: Μπαζιωτοπούλου
Ε., Βαλαβάνης Π., Μετακινήσεις του Γαλαξειδιού στην Αρχαιότητα, στο Π. Θέμελης
– Ρ. Σταθάκη Κούμαρη (επιμ.), Το Γαλαξείδι από την Αρχαιότητα έως σήμερα
(Αθήνα 2003) 11-26
Παπαποστόλου 2014: Παπαποστόλου
Ι., Το Ιερό του Θέρμου στην Αιτωλία.
Περιήγηση του χώρου (ΒΑΕ 291, 2014)
Πορτελάνος 1998: Πορτελάνος Α., Οι
αρχαίες Αιτωλικές οχυρώσεις. Αδημ. διδ. διατρ. (Αθήνα 1998).
Rankov
2013: Rankov B., Ships and Shipsheds, στο Blackman et alii, 2013, 76-101
Rosser
1996: Rosser, J., Byzantine ‘Isles of Refuge’ in the Chronicle of Galaxeidi’ στο P. Lock,
G. Sanders, The Archaeology of Medieval
Greece (Oxford 1996) 139-145
Scott 2014: Scott M., Δελφοί. Το κέντρο του αρχαίου κόσμου (ελλ. μτφρ. Μ. Μακρόπουλος, Αθήνα
2014)
Σίμωση 1997: Σίμωση Α., ΑΔ
52, Χρον. Β2, 1997, 1189-1191
Σκορδά 1998/9: Σκορδά Δ., Η
κοιλάδα του Πλειστού. Η περιοχή των Δελφών με τους δρόμους, τους οικισμούς και
τις οχυρώσεις της, Φωκικά Χρονικά
7-8, 1998/9, 11-18
Σκορδά 2008: Σκορδά Δ., ‘Ιερά
χώρα’. Η περιοχή των Δελφών, στο Α. Βλαχόπουλος (επιμ.), Εύβοια και Στερεά Ελλάδα (Αθήνα 2008)
Typaldou-Fakiris 2004: Typaldou – Fakiris C., Villes fortifiees de
Phocide et la IIIe guerre sacree,
356-346 av. J.-C. (Aix-en-Provence
2004)
Χρονικό 1996: Το
Χρονικό του Γαλαξειδίου. Επιμ. Α. Σαββίδη (Αθήνα 1996
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Στη βραχονησίδα Άγιος
Δημήτριος, την πιο απομακρυσμένη από τις νησίδες του Κρισσαίου κόλπου, εκτός
από τα γνωστά αρχαιολογικά κατάλοιπα χρήσης της ως καταφυγίου κατά τους
Πρωτοβυζαντινούς αιώνες, επισημάνθηκαν και στοιχεία που ανάγονται στην αρχαία
περίοδο. Πρόκειται για μια εγκάρσια, κατά την κατεύθυνση Β-Ν, τάφρο, που
διανοίχθηκε μέχρι την επιφάνεια της θαλάσσης και σήμερα κόβει το νησί στα δύο.
Από την εργασία παρήχθη και αρκετά μεγάλος αριθμός λιθοπλίνθων, που πιθανότατα
χρησιμοποιήθηκαν στην επένδυση των τοιχωμάτων της τάφρου ή στην κατασκευή
φρουριακών εγκαταστάσεων. Πρόκειται για αρχαίο νεώριο, που αποσκοπούσε στον ελλιμενισμό
εκεί 2-3 πλοίων, για τον έλεγχο της ναυσιπλοϊας στον σημαντικό θαλάσσιο δρόμο
του Κορινθιακού κόλπου. Η προκεχωρημένη αυτή ναυτική βάση εξαρτιόταν από τα
κοντινά οχυρά λιμάνια της Κίρρας (Iτέας) ή του
Χαλείου (Γαλαξειδιού) και θα πρέπει να ιδρύθηκε είτε κατά τον 4ο
Ιερό πόλεμο (339-8 π.Χ.) είτε, το πιθανότερο, κατά την κατοχή της περιοχής από
τους Αιτωλούς (πρώιμος 3ος αι. - 179 π.Χ.).
SUMMARY
ΑΝ ANCIENT
NAVAL STATION AT THE ISLET AGHIOS DEMETRIOS IN KRISSAIOS BAY
Aghios
Demetrios is one of the rocky islets in Krissaios Bay between Itea and Galaxidi
and the furthest away. The archaeological remains found indicate that there was
a refuge settlement on it during the early Byzantine period. Traces were also
noted that go back to the Ancient period:
a transverse trench cut in a north-south direction, down to sea level,
which in our time seems to divide the island in two. Digging out the trench
produced a number of stones that were probably used in the facing of the trench
or in the construction of a fortress. The trench formed probably a slipway,
where 2-3 ships could be kept to control navigation along this important sea
route of the Corinthian gulf. This advanced naval base belonged to the nearby
fortified ports of Kirra (Itea) or Chaleion (Galaxidi) and must have been
established either during the 4th Sacred war (339-8 B.C.) or, more
probably, during the occupation of the area by the Aitoleans (early 3rd c. –
179 B.C.).
Λεζάντες:
1. Τα νησιά του Κρισαίου κόλπου (ανασχεδίαση
από Hood
1970, εικ. 1)
2. Κάτοψη της βραχονησίδας Άγιος
Δημήτριος με σημειωμένα τα τοπογραφικά και αρχαιολογικά δεδομένα (σχ. Κ. Καζαμιάκη)
3αβ.
Σχέδιο της νότιας και βόρειας όψης της βραχονησίδας Άγιος Δημήτριος (σχ. Κ.
Καζαμιάκη)
4. Η βόρεια όψη της βραχονησίδας
Άγιος Δημήτριος
5. Η νότια όψη της βραχονησίδας
Άγιος Δημήτριος. Στο μέσον διακρίνεται η τομή της τάφρου και τα κατάλοιπα του τοίχου
6. Η κατακόρυφη όψη της δυτικής
πλευράς της τάφρου
7. Η ανατολική πλευρά της τάφρου,
όπως διακρίνεται στην επιφάνεια του νησιού
8. Επίχωση κεραμιδιών στην επιφάνεια
του νησιού
9. Η κατακόρυφη τομή της τάφρου και δεξιά ο
τοίχος με την είσοδο και το πιθάρι
10. Όστρακα από την επίχωση της δεξαμενής
11. Τμήμα τοίχου στη δυτική πλευρά της επιφάνειας
του νησιού
[1] Η επίσκεψη στα νησιά του
Κρισσαίου κόλπου με επικεφαλής τον Άδωνι Κύρου στις 12 Νοεμβρίου του 2000
αποτέλεσε την αφορμή αυτής της έρευνας. Μια πρώτη μορφή αυτού του άρθρου
ανακοινώθηκε στην ημερίδα προς τιμήν του που οργάνωσε ο δήμος Πόρου (7-9
Ιουνίου 2002) και επρόκειτο να δημοσιευθεί στον β΄ τόμο των πεπραγμένων του,
που όμως δεν εξεδόθη ποτέ. Μια περίληψη της εργασίας δημοσιεύθηκε με τη
φροντίδα της Καλλιόπης Μπάικα στον τόμο D. Blackman et allii (eds), Shipsheds of the Ancient Mediterranean
(2013) 240-241 και 557. Της οφείλω θερμές ευχαριστίες για την συμβολή της αυτή,
για τη βοήθειά της στην επεξεργασία εικόνων και σχεδίων και κυρίως, γιατί με τη
βαθιά γνώση του θέματος που διαθέτει, αποδέχθηκε και επιβεβαίωσε την αρχικά
τολμηρή μου ερμηνεία. Ευχαριστίες οφείλω επίσης στους Ν. και Σ. Καρατζά, που βοήθησαν
σημαντικά με το σκάφος τους αλλά και με την ‘αρχαιολογική’ τους ευαισθησία.
Επίσης στον αρχιτέκτονα και τοπογράφο Κ. Καζαμιάκη, που με μεγάλο κέφι συνέβαλε
στην τεκμηρίωση, κάνοντας τα σχέδια και μερικές από τις φωτογραφίες. Με την Έ.
Μπαζιωτοπούλου έγιναν ως συνήθως μακρές και γόνιμες συζητήσεις για το θέμα.
[2] Στην αρχαιότητα Κρισσαίος
ονομαζόταν ολόκληρος ο Κορινθιακός κόλπος: Θουκ. 1, 107. 2, 69. 83. 86. 92. 93.
4, 76. Στράβων 8, 335. 379, 9, 390. 400. 405. 416. 418. Παυσ. 10, 13, 10. Ως
μόνον ο κόλπος της Ιτέας αναφέρεται από τον Πλίνιο 4,7 και Αμμιανό 17, 7, 13.
[4] Χρονικό 1996, 200, 203.
Εγκαταστάσεις σ’ αυτά αναφέρονται μέχρι και το τέλος του 14ου αι.
Χρονικό 1996, 213.
[6] Ηood 1970, 42. Κριτική και
συμπληρώσεις στις απόψεις Hood,
βλ. στους Gregory
1981 και Rosser
1996.
[7] Τα νομίσματα και τα άλλα
ευρήματα από τα νησιά εκτίθενται τώρα σε ειδική προθήκη στο Ναυτικό και
Ιστορικό Μουσείο του Γαλαξειδιού.
[8] Κύρου 2003, 84
[9] Μπαζιωτοπούλου, Βαλαβάνης 2003,
20 και σημ. 35.
[10] Βλ. και Κύρου 2003, 80.
[11] Για τη μορφή των πρωτοβυζαντινών
καταλοίπων στα άλλα νησιά βλ. Κύρου 2003.
[12] Η μόνη πέτρα που δεν είναι
ντόπια είναι μία αδρού κυλινδρικού σχήματος από κακής ποιότητας μάρμαρο, που βρίσκεται
στη θάλασσα.
[13] Πιο ενδιαφέροντα είναι ένα
όστρακο σκύφου με οριζόντια μελανή τεθλασμένη (YΓ ή αρχαϊκό ?) και άλλα από
μελαμβαφή λεπτή κεραμική του 4ου αι. π.Χ. ή των ελληνιστικών χρόνων
(εικ. 10). Ο πυθμένας της δεξαμενής αυτής έχει στο κέντρο βαθύτερο κοίλωμα για
την συγκέντρωση των βαρύτερων στοιχείων (χώματος κ.ά.), μορφή γνωστή από τα αρχαία
χρόνια (βλ. π.χ. δεξαμενές στην Αγορά των Αθηνών, στον Ραμνούντα και στον
Πειραιά).
[14] Baika 2013b.
[15] Κenny
1947. Baika στο Blackman 2013, 525-534. Ο
ρόλος των συγκεκριμένων αθηναϊκών πλοίων ήταν να ελέγχουν τη σημαντική θαλάσσια
οδό προς το Ανατολικό και Βόρειο Αιγαίο
[18] Baika στο Blackman 2013, 340-348. Ενδιαφέρον είναι
ότι στην επιφάνεια της Αλιμνιάς έχουν βρεθεί οικιστικά κατάλοιπα, καθώς και
δεξαμενές λαξευμένες στο βράχο, ενώ υπήρχε οικισμός και κατά την
Παλαιοχριστιανική περίοδο. Βλ. τη βιβλιογραφία της επόμενης σημείωσης.
[19] Βλ. σχετ. Blackman 1996, 117. Σίμωση 1997,
1189-1191. Blackman, Simosi, 2002, 139-149. Baika in Blackman
2013, 340-348.
[20] Στη βόρεια πλευρά (εικ. 3β, 4) ο
πυθμένας της τάφρου δεν φαίνεται καθόλου, ενώ στη νότια (εικ. 3α, 5) βρίσκεται σήμερα 0,50
– 1 μ.
πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας.
[21] Ένα αρκετά μεγάλο και καλής
ποιότητας τμήμα τοίχου στη δυτική πλευρά της επιφάνειας του νησιού, που δεν
μοιάζει με τα θεμέλια των πρωτοβυζαντινών σπιτιών (εικ. 11) ίσως να προέρχεται
από αρχαία κατασκευή.
[24] Baika 2013b, 235. Γενικά για τα μεγέθη των
πλοίων σε σχέση με τους νεωσοίκους Blackman 1996. Rankov 2013.
[26] Μπαζιωτοπούλου, Βαλαβάνης 2003,
24-26. Χαρακτηριστική είναι η αντίστοιχη οπτική επαφή του ναυτικού σταθμού στην
Ποιήεσσα της Κέας με το φρούριο του Σουνίου, καθώς και του μικρού αθηναϊκού
φρουρίου Βούδορον στη Σαλαμίνα με τον Πειραιά και την Ελευσίνα. Baika 2013a, 226-7.
[27] Μια σειρά από επιμήκη, μη
συνδεόμενα μεταξύ τους κτίσματα, που είχαν ανασκαφεί το 1937 στην Κίρρα, είχαν
ερμηνευτεί ως νεώσοικοι. Bλ.
Typaldou - Fakiris 2004, 266. Όμως
η ερμηνεία αυτή αμφισβητήθηκε (Αmandry, Luce, Rousset 1990, 39), λόγω της απόστασής τους
από τη θάλασσα και της υψομετρικής διαφοράς με την επιφάνειά της. Την ίδια
αμφισβήτηση εκφράζει και η Baika
στο Blackman 2013, 572-573.
[29] Για την επέκταση της Αιτωλικής
Συμπολιτείας βλ. Grainger
1999, 87-129. Μπαζιωτοπούλου, Βαλαβάνης 2003, 26. Scott 2014, 179-200.
[30] Για τις αιτωλικές οχυρώσεις και
ειδικά για την οχύρωση του Γαλαξειδιού βλ. Πορτελάνος 1998, 837-847.




Δημοσίευση Σχολίου