Εν μέσω
περιόδου μεγάλης οικονομικής ύφεσης στη χώρα μας, αβέβαιης πολιτικής
σταθερότητας και πολλαπλών μέτρων οικονομικής λιτότητας, είναι
αναπόφευκτο πως εκτός από τους πολίτες, έχουν πληγεί και πολλές μεγάλες
αλλά και μικρότερες επιχειρήσεις.
Ανάμεσά τους είναι και η εταιρία
«Μπάμπης Βωβός Διεθνής Τεχνική», της οποίας το αίτημα για ένταξη στο
άρθρο 99 του Πτωχευτικού Δικαίου έγινε δεκτό πριν από μια εβδομάδα από
το Πρωτοδικείο Αθηνών. Το μόνο που απομένει πλέον είναι να εγκριθεί και
να επικυρωθεί από το δικαστήριο το σχέδιο εξυγίανσης που θα καταρτίσει η
«Βωβός» για τον τρόπο με τον οποίο θα εξοφλήσει τους ιδιώτες πιστωτές
της και το Δημόσιο ξεκινώντας το στάδιο διαπραγματεύσεων μαζί τους.
Η κρίση
έχει δοκιμάσει τον επιχειρηματικό κόσμο κατά τρόπο αιφνίδιο και
αναγκαστικό, με αποτέλεσμα οι περισσότερες επιχειρήσεις να βρεθούν σε
δυσκολία αναζήτησης οικονομικών πόρων αφού οι μεν τράπεζες αρνούνται να
χορηγήσουν δάνεια χωρίς μεγάλες εγγυήσεις, η δε φορολογία αυξάνεται με
τρόπο ισοπεδωτικό για να μπορέσει να αντέξει μια επιχείρηση μεσαίου
μεγέθους ενώ τα πάγια εισοδήματα, αν χρειαστεί να ρευστοποιηθούν, να μην
αποφέρουν τα κέρδη τα οποία θα απέφεραν σε προηγούμενο χρόνο, αφού η
αγοραστική δύναμη έχει μειωθεί και η ζυγαριά μεταξύ ζήτησης και
προσφοράς βαραίνει δραματικά προς το δεύτερο.
Οι
επιχειρήσεις, μέσα στον κυκεώνα των πολιτικο-οικονομικών εξελίξεων,
πρέπει να βρουν τον τρόπο να «ορθοποδήσουν» και να ανταπεξέλθουν στα
έξοδα, πάγια και μη, μέσα στην εξαντλημένη αγορά, όταν ο κύκλος εργασιών
μειώνεται και τα έσοδα συρρικνώνονται με εξαιρετικά ραγδαία ταχύτητα με
αποτέλεσμα να αδυνατούν να παραμείνουν ανέπαφες και να βγουν αλώβητες
από αυτή την κρίση. Με τη χώρα να έχει φτάσει κοντά στα όρια της
χρεοκοπίας, μια ενδεχόμενη χρεοκοπία της αγοράς θα συμπαράσυρε όλο το
ανθρώπινο δυναμικό που συνδέεται με αυτήν: επιχειρηματίες, εργαζόμενους,
προμηθευτές, ασφαλιστικά ταμεία, τραπεζικά ιδρύματα. Ήταν επομένως
αναγκαίο να διερευνηθεί το καταλληλότερο και προσφορότερο νομοθετικό
πλαίσιο, που θα έδινε μια δεύτερη ευκαιρία σε όσες επιχειρήσεις ήταν μεν
βιώσιμες, βρίσκονταν όμως μπροστά σε επαπειλούμενη αδυναμία εκπλήρωσης
των υποχρεώσεών τους.
Το προηγούμενο νομοθετικό πλαίσιο (ν. 3588/20071),
στα άρθρο 99 επ. περί «διαδικασίας συνδιαλλαγής», όριζε ότι «Κάθε
φυσικό ή νομικό πρόσωπο από τα αναφερόμενα στο άρθρο 2 παράγραφος 1, το
οποίο αποδεικνύει οικονομική αδυναμία, παρούσα ή προβλέψιμη, χωρίς να
βρίσκεται σε κατάσταση παύσης των πληρωμών του, μπορεί να ζητήσει από το
πτωχευτικό δικαστήριο το άνοιγμα της διαδικασίας συνδιαλλαγής.» Σύμφωνα
με το άρθρο 101, «Ο μεσολαβητής έχει ως αποστολή να επιτύχει τη σύναψη
συμφωνίας μεταξύ του οφειλέτη και των πιστωτών του που εκπροσωπούν
τουλάχιστον την πλειοψηφία των απαιτήσεων κατ’ αυτού, όπως αυτές
προκύπτουν από τα εμπορικά βιβλία του οφειλέτη, με σκοπό την άρση των
οικονομικών δυσκολιών του οφειλέτη, τη συνέχιση της δραστηριότητάς του
και διατήρηση των θέσεων εργασίας, καθώς και να προτείνει λύσεις για τη
διάσωση της επιχείρησης, ιδίως με μείωση των απαιτήσεων, παράταση του
ληξιπρόθεσμου αυτών, αναδιάρθρωση της επιχείρησης, μετοχοποίηση των
απαιτήσεων, εκποίηση της επιχείρησης ή κάθε άλλο πρόσφορο μέτρο.»
Μια τέτοια
δυνατότητα συνδιαλλαγής μεταξύ της εταιρίας και των πιστωτών της,
αποτέλεσε ελπιδοφόρα πρακτική και αναγκαία λύση στα προβλήματα εταιριών
οι οποίες, παρότι αντιμετώπιζαν σημαντικές οικονομικές δυσχέρειες, εν
τούτοις είχαντην
ευκαιρία να επιτύχουν μια ικανοποιητική συμφωνία και για τα δύο μέρη,
ούτως ώστε να μην οδηγηθεί η πρώτη σε παύση των εργασιών της και
αναγκαστική πτώχευση και να μπορέσουν οι πιστωτές της να αποπληρωθούν
κατά το καλύτερο δυνατό.
Παρά την
ευρύτατη επιδοκιμασία για την θεσμοθέτηση της διαδικασίας με την οποία
μια εταιρία θα παρέμενε σε λειτουργία, ακόμη και αν τα οικονομικά
προβλήματα που αντιμετώπιζε ήταν μεγάλα, φαίνεται ότι δεν λειτούργησε το
ίδιο αποτελεσματικά και λόγω της κρίσης. Δύο προφανείς λόγοι είναι οι
εξής: Πρώτον, ενώ η εταιρία έρχεται σε συμφωνία με το μεγαλύτερο μέρος
των πιστωτών, ωστόσο , σύμφωνα με το άρθρο 104 περ. ζ, «η συμφωνία
δεσμεύει μόνο τον οφειλέτη και τους πιστωτές που την υπέγραψαν». Για να
καταστεί μια τέτοια συμφωνία αποτελεσματική, είναι αναγκαίο, η απόφαση
της πλειοψηφίας των πιστωτών, να δεσμεύει και την μειοψηφία, με την
προϋπόθεση ότι δεν θα θίγει τα συμφέροντα των τελευταίων, όπως ισχύει
δηλαδή στην αναδιοργάνωση (δυνατότητα συμβιβασμού μετά την πτώχευση,
άρθρο 107 του ν. 3588/2007). Δεύτερον, θα έπρεπε να υπάρχει η ίδια
δυνατότητα και στην περίπτωση που μια εταιρία βρίσκεται ήδη σε παύση
πληρωμών, για τη διατήρησή της έστω και για ένα μικρό χρονικό διάστημα
επιπλέον.
Για τον
λόγο αυτό, κρίθηκε αναγκαία η μεταρρύθμιση του πτωχευτικού κώδικα όσον
αφορά το κομμάτι της συνδιαλλαγής με τους πιστωτές ώστε οι επιχειρήσεις
να διατηρηθούν «στη ζωή». Ο νόμος 4013/20112
αντικατέστησε το έκτο κεφάλαιο του ν. 3588/2007 (Πτωχευτικού Κώδικα) με
έναν ριζικό τρόπο. Πλέον, η διαδικασία συνδιαλλαγής μετονομάζεται σε
προπτωχευτική «διαδικασία εξυγίανσης». Κατά το άρθρο 2, «Η διαδικασία
εξυγίανσης αποτελεί συλλογική προπτωχευτική διαδικασία, που αποσκοπεί
στη διατήρηση, αξιοποίηση, αναδιάρθρωση και ανόρθωση της επιχείρησης με
τη συμφωνία που προβλέπεται στο παρόν κεφάλαιο, χωρίς να παραβλάπτεται η
συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών. Η συλλογική ικανοποίηση των
πιστωτών παραβλάπτεται, αν προβλέπει ότι οι μη συμβαλλόμενοι στη
συμφωνία πιστωτές θα βρεθούν σε χειρότερη οικονομική θέση από αυτήν στην
οποία θα βρίσκονταν με βάση αναγκαστική εκτέλεση ή, σε περίπτωση που ο
οφειλέτης έχει περιέλθει σε παύση πληρωμών, με βάση το όγδοο κεφάλαιο
του παρόντος Κώδικα. Για την εκτίμηση της οικονομικής θέσης των πιστωτών
λαμβάνονται υπόψη τα ποσά και τυχόν άλλα ανταλλάγματα που θα λάβουν και
οι όροι αποπληρωμής των ποσών αυτών.»
Η συμφωνία
μπορεί να επιτευχθεί, σύμφωνα με το άρθρο 106, όταν στην συνέλευση
παρίστανται ή αντιπροσωπεύονται πιστωτές που εκπροσωπούν το πενήντα τοις
εκατό (50%) του συνόλου των απαιτήσεων των πιστωτών. Για την αποδοχή
του σχεδίου συμφωνίας εξυγίανσης απαιτείται πλειοψηφία των πιστωτών που
εκπροσωπούν το εξήντα τοις εκατό (60%) των απαιτήσεων των πιστωτών, που
παρίστανται στη συνέλευση, στο οποίο περιλαμβάνεται το σαράντα τοις
εκατό (40%) των απαιτήσεων των τυχόν εμπραγμάτως ή με ειδικό προνόμιο ήμε προσημείωση υποθήκης εξασφαλισμένων πιστωτών, που παρίστανται στη συνέλευση.
Κατά το άρθρο 101, «Το
πτωχευτικό δικαστήριο, εφόσον προβλέπει ότι η επίτευξη της συμφωνίας
είναι δυνατή, ότι υπάρχουν βάσιμες προσδοκίες επιτυχίας της
προτεινόμενης εξυγίανσης και ότι δεν παραβλάπτεται η συλλογική
ικανοποίηση των πιστωτών, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 99 παρ. 2,
αποφασίζει το άνοιγμα της διαδικασίας εξυγίανσης για περίοδο όχι
μεγαλύτερη των τεσσάρων (4) μηνών από την έκδοση της απόφασης και,
εφόσον συντρέχει περίπτωση, ορίζει μεσολαβητή, σύμφωνα με το άρθρο 102.»
Αποτέλεσμα
της συμφωνίας εξυγίανσης είναι ότι «Από την επικύρωσή της, η συμφωνία
εξυγίανσης δεσμεύει το σύνολο των πιστωτών, οι απαιτήσεις των οποίων
ρυθμίζονται από αυτήν, ακόμη και αν δεν είναι συμβαλλόμενοι ή δεν
ψήφισαν υπέρ της συμφωνίας εξυγίανσης. Δεν δεσμεύονται πιστωτές οι
απαιτήσεις των οποίων γεννήθηκαν μετά το άνοιγμα της διαδικασίας
εξυγίανσης.» (άρθρο 106η)
Από τα
παραπάνω είναι λοιπόν προφανές ότι έγιναν πολλές βασικές αλλαγές στην
νομοθεσία που αφορούσε τις εταιρίες και την βιωσιμότητά τους μέσα από
προ-πτωχευτικές διαδικασίες οι οποίες δίνουν την δυνατότητα στις
εταιρίες να «διατηρηθούν στη ζωή».
Η νέα αυτή
διαδικασία (νέα άρθρα 99-106ι του ν. 3588/2007), σύμφωνα με την
αιτιολογική έκθεση του παραπάνω νόμου, στοχεύει στη διόρθωση ατελειών
του αρχικού νόμου, που καθιστούσαν δυνατή την κατάχρηση του θεσμού της
συνδιαλλαγής, στην παροχή δυνατότητας στο δικαστήριο να καθιστά
υποχρεωτική και για τους διαφωνούντες μια συμφωνία που έχει συγκεντρώσει
κάποια σημαντική πλειοψηφία των πιστωτών, και σε άλλες βελτιώσεις του
νόμου, εκ των οποίων σημαντική είναι η απευθείας επικύρωση συμφωνίας
εξυγίανσης που έχει συναφθεί ήδη πριν από την υπαγωγή της επιχείρησης
στα άρθρα 99 επ. και το άνοιγμα της διαδικασίας (άλλως, ενός “prepackagedplan”,
θεσμού που έγινε γνωστός στην Αμερική, αλλά υιοθετήθηκε κατά κόρον στην
Αγγλία, με την νομοθεσία περί πτωχεύσεων “Enterprise Act 2002”3).
Ως επικυρωθείσα παράγει τις έννομες συνέπειες, δεσμεύοντας το σύνολο
των πιστωτών, ακόμη κι αν αυτοί δεν είχαν συμφωνήσει ή δεν συμμετείχαν
στην προβλεπόμενη συνέλευση πιστωτών ή δεν είχαν συμβληθεί, συντελώντας
με τον τρόπο αυτό στην αποφυγή των καθυστερήσεων.
Με το ν.
4013/2011 επιδιώχθηκε όχι η αθρόα υπαγωγή επιχειρήσεων στα άρθρα 99 επ.,
με συνέπεια το «πάγωμα» των δικαιωμάτων των πιστωτών και με μικρές
πιθανότητες σύναψης συμφωνίας, αλλά η επίτευξη μικρότερου μεν αριθμού
υπαγωγών, περισσότερων όμως συμφωνιών. Εξάλλου, αν η εταιρία μπορέσει να
συνεχίσει την λειτουργία της και στο μέλλον, θα είναι και σε θέση να
ικανοποιήσει με τον τρόπο αυτό τους πιστωτές της για όλες τις απαιτήσεις
τους, κάτι που ίσως να μην μπορούσε να έχει επιχειρηθεί εάν η εταιρία
ξεκινούσε την διαδικασία της πτώχευσης αφού αυτή ισοδυναμεί με εμπορικό
«θάνατο», πράγμα το οποίο επηρεάζει απόλυτα την εκποίηση της επιχείρησης
του οφειλέτη. Επιπλέον, σε πολλά σημεία η διαμόρφωση της νέας
διαδικασίας επαφίεται στην κρίση του δικαστή, π.χ. κατά τον καθορισμό
της περιμέτρου των προληπτικών μέτρων (νέο άρθρο 103), το διορισμό του
«ειδικού εντολοδόχου» (νέο άρθρο 102 § 6), κλπ. ώστε να προσαρμόζεται
καλύτερα η διαδικασία στις εκάστοτε ανάγκες της οφειλέτριας επιχείρησης
και των πιστωτών της.
Ένα χρόνο
μετά την λειτουργία των καινούριων διατάξεων που αφορούν τη «διαδικασία
εξυγίανσης» ήρθαν οι πρώτες τροποποιήσεις με τον νόμο 4072/20124,
ούτως ώστε αυτός να καταστεί περισσότερο λειτουργικός και να μην
χρησιμοποιηθεί με σκοπό την κατάχρηση των εν λόγω διαδικασιών προς
όφελος των οφειλετών. Έτσι, σύμφωνα με το άρθρο 234 του ν. 4072/2012,
στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 99 του ν. 3588/2007 όπως αυτό
αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 του ν. 4013/2011, προστέθηκε το εξής
εδάφιο: «Νεότερη διαδικασία εξυγίανσης για τον ίδιο οφειλέτη δεν είναι
επιτρεπτή, αν δεν έχει παρέλθει πενταετία από την επικύρωση προηγούμενης
συμφωνίας εξυγίανσης, εκτός αν πρόκειται για συμφωνία που επικυρώνεται
κατά το άρθρο 106β.» Στο ίδιο πνεύμα άλλωστε – κάνοντας λόγο για εφάπαξ
δυνατότητα «απαλλαγής» – κινείται και αντίστοιχη διάταξη του νόμου για
τα «υπερχρεωμένα νοικοκυριά» (βλ. άρθρο 1 § 3 ν. 3869/2010). Επιπλέον,
με το τελευταίο εδάφιο που προστέθηκε στο τέλος της παραγράφου 3 του
άρθρου 103, ισχυροποιείται η θέση των εργαζομένων, με την διατήρηση των
αναγκαίων θέσεων εργασίας μέχρι να επικυρωθεί ή απορριφθεί το σχέδιο
εξυγίανσης, καθώς πλέον «Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει τη διατήρηση
των αναγκαίων θέσεων εργασίας μέχρι την επικύρωση ή την απόρριψη του
σχεδίου εξυγίανσης.» Εκτός αυτού, περιορίζεται σε 2 αντί 4 μήνες το
περιθώριο για τη σύναψη συμφωνίας μεταξύ οφειλετών και πιστωτών, για την
ταχύτερη πραγματοποίηση των διαδικασιών, βάσει του άρθρου 12 του ν.
4013/2011, το οποίο και αντικατέστησε την παρ. 1 του άρθρου 101 του ν.
3588/2007.
Παρόλα
αυτά είναι ακόμα υπό διερεύνηση το ερώτημα αν οι διατάξεις περί
εξυγίανσης έχουν χρησιμοποιηθεί καταχρηστικά από τις εταιρίες. Και αυτό
γιατί μέσω της διαδικασίας εξυγίανσης ο οφειλέτης τελικώς επιτυγχάνει:
-
Την αναστολή όλων των διωκτικών μέτρων κατά αυτού και της περιουσίας του, πχ. αναγκαστική εκτέλεση, πλειστηριασμούς, κατασχέσεις.
-
Η απόφαση της εξυγίανσης ισχύει έναντι πάντων και δεσμεύει ακόμα και αυτούς τους πιστωτές που δεν συμμετείχαν στη διαδικασία ή διαφώνησαν με τον τρόπο αποπληρωμής του χρέους ή το «κούρεμα των χρεών» κλπ.
-
Αίρεται το κώλυμα έκδοσης επιταγών που προέκυπτε από τον Τειρεσία.
-
Δεν διώκεται ποινικά για το αδίκημα της έκδοσης ακάλυπτων επιταγών, καθυστέρησης οφειλών προς το ΔΗΜΟΣΙΟ και τους ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ.
Σύμφωνα με στοιχεία που διαβιβάστηκαν στη Βουλή από τον υπουργό Δικαιοσύνης κ. Αντώνη Ρουπακιώτη κι
αφορούν στις εταιρείες που αιτήθηκαν αλλά και εκείνες που υπήχθησαν
στις διατάξεις του άρθρου 99 του Πτωχευτικού Κώδικα από 46 Πρωτοδικεία
της χώρας, αυτές ανήλθαν στις 148 που δραστηριοποιούνται στο λεκανοπέδιο
Αττικής. Και αυτό μόλις σε διάστημα ενός χρόνου.
Στις αρχές
πάντως του 2013, διαβιβάστηκε στη Βουλή έγγραφο του υφυπουργού
Οικονομικών κ. Γιώργου Μαυραγάνη το οποίο αποκάλυπτε ότι η κυβέρνηση
μελετά αλλαγές στον πτωχευτικό κώδικα, ιδίως του πλαισίου που διέπει την
προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης και αναδιάρθρωσης των επιχειρήσεων.
Στόχος της κυβέρνησης είναι η καλύτερη προστασία όλων των πιστωτών, των
εργαζομένων, των προμηθευτών, των ασφαλιστικών ταμείων, των τραπεζών,
που διεκδικούν νόμιμες οφειλές. «Οι
εξεταζόμενες τροποποιήσεις αποσκοπούν στη διασφάλιση των συμφερόντων
του Δημοσίου ως ενός από τους βασικούς πιστωτές των επιχειρήσεων που
αιτούνται υπαγωγή στις εν λόγω εξυγιαντικές διαδικασίες», σημείωνε
στο έγγραφο ο υφυπουργός Οικονομικών. Αξίζει να σημειωθεί ότι αρκετοί
βουλευτές είχαν ζητήσει τα στοιχεία του Υπουργείου Δικαιοσύνης που
διαβιβάστηκαν στη Βουλή, επισημαίνοντας ότι σχεδόν δύο χρόνια μετά την
τροποποίηση στο πτωχευτικό δίκαιο με τον νόμο 4013/2011 οι διατάξεις
λειτούργησαν ως «άλλοθι» και ως «καταφύγιο», όχι για τις εταιρίες αλλά
για τα φυσικά πρόσωπα που τις εκπροσωπούσαν. Το μόνο που απομένει είναι
να δούμε εάν θα υπάρξουν περαιτέρω αλλαγές του πτωχευτικού νόμου προς
την καλύτερη δυνατή λειτουργία του και ποιες θα είναι αυτές.
ΜΥΡΤΩ ΓΚΑΛΙΟΥ
Δικηγόρος Αθηνών
http://www.ethemis.gr/
Δημοσίευση Σχολίου