Θρύλοι της νύχτας Ο Nicola Lavacca, ο πρώτος σούπερ-σταρ DJ στην Ελλάδα, περιγράφει μια ολόκληρη εποχή

Αποτέλεσμα εικόνας για Lavacca, ο πρώτος σούπερ-σταρ DJ στην Ελλάδα,
Πριν έρθει ο ο Νicola στην Ελλάδα, έλεγες «DJ» και σε ρωτούσαν «τι είναι αυτό;».
 Η συναρπαστική ιστορία του αρχετυπικού dj, όπως την αφηγείται ο ίδιος στη Φώφη Τσεσμελή.

Ο Nicola Lavacca είναι ο πρώτος σούπερ-σταρ DJ στην Ελλάδα. Κι αυτό δεν έχει να κάνει με την τεράστια κάλυψη που είχε από τα ΜΜΕ αλλά με το γεγονός ότι ο προσδιορισμός «πρώτος» είναι συνυφασμένος με την καριέρα του. Ο Nicola ήταν ο πρώτος που κυκλοφόρησε μιξαρισμένη συλλογή στη χώρα (ίσως και στην Ευρώπη), ο πρώτος που έκανε εδώ remix σε τραγούδι, ο πρώτος DJ που μπήκε στο στούντιο και αναδείχτηκε σε περιζήτητο παραγωγό, ο πρώτος που συνέβαλε στην κυκλοφορία του πρώτου ελληνικού maxi single, ο πρώτος που έκανε MC όταν έπαιζε. Ήταν εκείνος που έφερε τα πρώτα Technics MK2 στην Ελλάδα, αυτός που ανέδειξε τον ρόλο και τη σημασία του DJ σε ένα κλαμπ και κατάφερε να ανεβάσει τις αμοιβές. «Το παίζει ο Lavacca»: ένα γεγονός και μια ατάκα που αρκούσε για να γίνει επιτυχία ένα τραγούδι. Δεν υπάρχει αγγλόφωνο ελληνικό τραγούδι που κυκλοφόρησε εκείνη την εποχή και έφτασε σήμερα να θεωρείται κλασικό, σημείο αναφοράς ή cult που να μην έχει την υπογραφή του στην παραγωγή και/ή στο remix. Συλλογή με τις επιλογές του, μιξαρισμένη και μη, που να μην έγινε ανάρπαστη. Μια ολόκληρη γενιά από DJs τον θεωρεί σημείο αναφοράς και το έναυσμα ώστε να ασχοληθεί με το επάγγελμα. Ο Nicola Lavacca ήταν ο resident DJ στα δύο από τα πιο εμβληματικά κλαμπ που υπήρξαν σ' αυτήν τη χώρα, στην Αυτοκίνηση και στην Divina. Μια ολόκληρη γενιά από DJs τον θεωρεί σημείο αναφοράς και το έναυσμα ώστε να ασχοληθεί με το επάγγελμα. Ο Nicola Lavacca ήταν ο resident DJ στα δύο από τα πιο εμβληματικά κλαμπ που υπήρξαν σ' αυτήν τη χώρα, στην Αυτοκίνηση και στην Divina. Τη στιγμή που στο εξωτερικό τα κλαμπ και οι DJs θεωρούνται πολιτιστικές παρακαταθήκες μιας χώρας και εκεί αυτοί οι άνθρωποι τιμώνται από τους αντίστοιχους φορείς, εμείς εδώ παραμένουμε πεισματικά πίσω. Παραβλέπουμε εμφανέστατα την προσφορά κάποιων, αρχικά από καθαρή άγνοια. Ο Nicola Lavacca έχει γράψει με κεφαλαία γράμματα το όνομά του στη μουσική ιστορία αυτής της χώρας και την επηρέασε βαθιά. Με 45+ και χρόνια πορείας στον χώρο της μουσικής και του DJing, έχει ζήσει μια πλούσια ζωή γεμάτη δυνατές στιγμές και, όντας ενεργός μέχρι σήμερα, έχει πάρα πολλά να διηγηθεί και, αν μη τι άλλο, σημαντική άποψη να καταθέσει.
 Ιταλία, Δεκαετία του '70
 Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Μιλάνο. Στις αρχές της δεκαετίας του '70 ξεκίνησε η επαφή μου με τη μουσική τυχαία, όπως πάντα. Πηγαίναμε με τους φίλους μου στα κλαμπ της Ιταλίας −ντισκοτέκ τις λέγαμε τότε−, μας άρεσε να χορεύουμε. Μεγαλώσαμε με τα πρώτα ντίσκο κομμάτια που έβγαιναν, τα πρώτα του Barry White, των Hues Corporation, κι εκεί άρχισε να μας μπαίνει το μικρόβιο της μουσικής. Αναμνήσεις ενός εισαγωγέα λαθραίων κασετών από το Βερολίνο των ’80s 17.3.2017 Αναμνήσεις ενός εισαγωγέα λαθραίων κασετών από το Βερολίνο των ’80s Βασικά, εμένα με "τσίμπησε" ένα συγκεκριμένο τραγούδι, το «The love I lost» των Harold Melvin & The Blue Notes με τη φωνή του Teddy Pendergrass.Το συγκεκριμένο κομμάτι ήταν μάλλον η αιτία που ξεκίνησα αυτήν τη δουλειά. Αν δεν υπήρχε, αμφιβάλλω αν θα είχα γίνει ποτέ DJ. Σ' αυτήν τη δουλειά δεν σε μαθαίνει κανείς να παίζεις. Κλέβεις από άλλους, δηλαδή κοιτάς τι κάνει ο επαγγελματίας DJ και προσπαθείς να το αναπαράγεις, να αποκωδικοποιήσεις τα «μυστικά» του − αυτό κάναμε κι εμείς. Κάποια πράγματα δεν τα καταλαβαίναμε, τα δοκιμάζαμε στην πράξη αργότερα. Εγώ πήγαινα κάθε βράδυ σε κλαμπ, μου ζητούσαν ταυτότητα, τους έλεγα ότι την ξέχασα, τέλος πάντων κατάφερνα να μπω. Ένα από αυτά τα βράδια μού εκμυστηρεύτηκε ο DJ που έπαιζε εκεί ότι ήθελε να πάει στη θάλασσα – η κοντινότερη παραλία ήταν στα 250 χιλιόμετρα. Με ρώτησε αν θα μπορούσα να παίξω για δύο μέρες, μέχρι να γυρίσει, και δέχτηκα αμέσως.
 Στο Studio Sierra
 Στο Studio Sierra
Στο Studio Sierra Ε, δεν γύρισε ποτέ, ακόμα τον περιμένω − δεν τον ξαναείδα ποτέ. Ήμουν 15 ετών και έτσι ξεκίνησα σιγά-σιγά. Ευτυχώς, το μαγαζί ήταν μικρούλι... Βρισκόταν πίσω από την πλατεία Duomo, ήταν ένα τζαζ κλαμπ, αλλά επειδή η τζαζ δεν τραβούσε, το έκαναν ντίσκο. Εμείς εκεί δουλεύαμε πιο πολύ τα μεσημέρια, στην Ιταλία οι ντισκοτέκ λειτουργούσαν Σάββατο και Κυριακή από τις 2 μέχρι τις 8 το βράδυ, τίγκα στα πιτσιρίκια. Αυτό, λοιπόν, ήταν το πρώτο μαγαζί στο οποίο έπαιξα. Έμαθα πολλά, έφαγα πολλές σφαλιάρες –όπως έπρεπε, εξάλλου− και έμεινα για δύο χρόνια. Το πρώτο επαγγελματικό μου μαγαζί ήταν η Divina του Μιλάνου, χωρούσε 2.000 άτομα. Κάθε βράδυ έρχονταν ο Valentino, ο Versace, ήταν το κλαμπ που τραβούσε όλα τα φώτα της δημοσιότητας λόγω των θαμώνων του από τον χώρο της μόδας και όχι μόνο. Είχαμε πελάτισσα την Grace Jones, από κει ξεκίνησε την καριέρα της. Το μαγαζί είχε τρεις DJs, εγώ ήμουν ο τρίτος, αφού ήμουν ο μικρότερος. Ο ένας ήταν ο Claudio Cecchetto που έκανε το «Ska' Chou Chou» και παρουσίαζε το Φεστιβάλ του Σαν Ρέμο για δέκα χρόνια. Το ελληνικό italo-disco στα '80s: 10+1 tracks που αξίζει να θυμηθείτε 10.8.2017 Το ελληνικό italo-disco στα '80s: 10+1 tracks που αξίζει να θυμηθείτε Ο άλλος ήταν ο Cesare Zucca, πολύ επιτυχημένος παραγωγός της EMI. Μόνο να μάθω μπορούσα απ' αυτούς τους δύο ανθρώπους και με βοήθησε πολύ η παραμονή μου εκεί. Δεν μου έδειξαν εκείνοι, έπρεπε να τα δω μόνος μου, αφού δεν υπήρχε περιθώριο (χρόνου), από τη στιγμή που κάνεις αυτήν τη δουλειά. Σήμερα, επειδή τα μαγαζιά είναι άδεια, μπορεί να έχει κάποιος τον χρόνο να σου μάθει. Τότε, το ξαναλέω, έπρεπε να κάθεσαι δίπλα και να κοιτάς κι αν δεν καταλάβαινες κάτι, ρωτούσες. Για παράδειγμα, είχαμε μόλις πάρει τα πρώτα Thorens πικάπ με pitch control, ένα μικρό κόκκινο κουμπάκι. «Τι κάνει αυτό το πράγμα» αναρωτιόμουν, μέχρι που ανακάλυψα κι εγώ τι είναι, έμαθα να διαβάζω και τις ενδείξεις στο κουτάκι με το φως και τα μπαλάκια που γυρνούσαν. Δεν σου εξηγούσε κανείς. Στα decks της Divina, Κηφισιά.
 Στα decks της Divina, Κηφισιά.
Πηγή: www.lifo.gr
Πηγή: www.lifo.gr
Πηγή: www.lifo.gr
Στα decks της Divina, Κηφισιά.
 Εκεί, λοιπόν, εκτινάχθηκε η καριέρα μου, άρχισα να γίνομαι γνωστός στην Ιταλία. Στα 18 μου πήγα φαντάρος –ευτυχώς μόνο για 25 μέρες−, επέστρεψα για λίγο στην Divina και μετά ξεκίνησα να γυρίζω τη χώρα. Το 1977 δούλεψα στο μεγαλύτερο μαγαζί στη Ρώμη, το Mais. Ήταν ένα παλιό γκαράζ, στο οποίο είχαν αφήσει τη ράμπα και χωρούσε 5.000 άτομα. Τα φώτα ήταν καταπληκτικά, ο ήχος ήταν καταπληκτικός, δεν υπήρχε ποτό – σέρβιραν μόνο κόκα-κόλα και πορτοκαλάδα. Πριν από εμένα έπαιξε εκεί για μικρό χρονικό διάστημα ο Tom Savarese και η συνεργασία μου μαζί του πήγε πολύ καλά. Τότε είχα καταλήξει ότι θα ακολουθούσα αυτό το επάγγελμα. Πέρα από τον οικονομικό παράγοντα, αφού μετά τη Divina κατάλαβα ότι το DJing απέφερε πάρα πολλά λεφτά, πάνω απ' όλα ήταν η μεγάλη μου αγάπη για τη μουσική. Βέβαια, δεν μπορούσα καν να φανταστώ τότε ότι θα ήταν δυνατό να δουλέψω πάνω από 45-50 χρόνια σ' αυτόν το χώρο. Εκείνη τη στιγμή δούλευα γιατί γούσταρα πολύ αυτό που έκανα. Οι γονείς μου δεν με υποστήριξαν σ' αυτήν μου την επιλογή και γι' αυτό στα 17 μου έφυγα από το σπίτι. Εκείνη τη στιγμή δούλευα γιατί γούσταρα πολύ αυτό που έκανα. Οι γονείς μου δεν με υποστήριξαν σ' αυτήν μου την επιλογή και γι' αυτό στα 17 μου έφυγα από το σπίτι. Ήταν μια εποχή που το συγκεκριμένο επάγγελμα δεν ήταν αυτό που είναι σήμερα. Έλεγες «DJ» και σε ρωτούσαν «τι είναι αυτό;». Δεν υπήρχε σιγουριά, δεν υπήρχε ασφάλεια, τότε έσκαγε σιγά-σιγά το φαινόμενο «DJ» και άνοιγαν ντισκοτέκ σε κάθε γωνία. Αν μου έλεγες το 1976 ότι θα άνοιγαν 3.000.000 κλαμπ σε όλη την Ιταλία, θα γελούσα − κι όμως, έγινε. Εγώ, λοιπόν, το έκανα γιατί το γούσταρα κι έκατσε, θα μπορούσε να μην κάτσει.
 Ο Nicola με τον Νίκο Μουρατίδη
 Ο Nicola με τον Νίκο Μουρατίδη
 Ο Nicola με τον Νίκο Μουρατίδη Ελλάδα, 1977 Όταν ήμουν στη Ρώμη μου έγινε πρόταση να έρθω στην Ελλάδα από τον μεγάλο, τον αξέχαστο Μάριο Τοκακλίδη, που είχε στη Βουκουρεστίου το πρώτο δισκάδικο στην Αθήνα. Του είπαν για μένα στο μεγαλύτερο δισκάδικο της Ρώμης, όταν τους ανέφερε πως έψαχνε έναν DJ για την Ελλάδα. Ψαχνόταν στην Ιταλία επειδή ήθελαν να κάνουν κάτι διαφορετικό, γιατί τα κλαμπ στην Αθήνα τότε ήταν 150-200 θέσεων και είχαν και εστιατόριο. Έπαιζαν ακουστική μουσική μέχρι κάποια ώρα, έτρωγε ο κόσμος, 00:00-00:30 ξεκινούσε το πρόγραμμα, χόρευαν και τέλος. Ο Γιώργος Ρίζος που ήταν μετρ του Ζουγανέλη –ο οποίος είχε τις 9 Μούσες− άνοιγε τότε κλαμπ στο Μαρούσι και ήθελε έναν διαφορετικό DJ. Ήρθε και με βρήκε, λοιπόν, ο Μάριος και μου έκανε την πρόταση. Του απάντησα πως δεν μπορούσα να τον βοηθήσω, γιατί είχα κλείσει ήδη να πάω στη Γένοβα, σε ένα σινεμά που θα μετέτρεπαν σε κλαμπ, με πολλά λεφτά. Με ρώτησε πόσα χρήματα έπαιρνα στην Ιταλία, τον ενημέρωσα για το νούμερο, που ήταν ήδη υπερβολικό, και μου πρόσφερε τα διπλάσια. Έτσι αποφάσισα να το κάνω για τέσσερις μήνες, αφού εκεί θα ξεκινούσα τον Δεκέμβριο. Ήρθα, λοιπόν, στην Ελλάδα για 4 μήνες και είμαι ακόμα εδώ.
 Στο στούντιο με τον Κώστα Χαριτοδιπλωμένο.
 Στο στούντιο με τον Κώστα Χαριτοδιπλωμένο.
 Όταν ήρθα στην Ελλάδα, το 1977, τα πράγματα δεν ήταν όπως τα είχα συνηθίσει στην Ιταλία. Αυτό το μπάχαλο με τα καλώδια κάτω από την κονσόλα, η φράση «μην ανησυχείς, θα κάνουμε πατέντα» που με τρομάζει αφάνταστα, το ότι τα τελευταία που θα μπουν στο κλαμπ είναι ο ήχος και τα φώτα και ο DJ δεν έχει ιδέα πώς θα παίξει στα εγκαίνια, αυτά τα πράγματα επικρατούν ακόμα. Πήγα στο μαγαζί στο Μαρούσι, το Studio 4, πριν ανοίξει και ήταν σε μέγεθος ίσα-ίσα η είσοδος του κλαμπ όπου έπαιζα στη Ρώμη, με μια πίστα 1x1. Ρωτάω «πού είναι το μαγαζί;», μου απαντούν «αυτό είναι». Ένα ημι-υπόγειο με 200 καρέκλες και 8 σκαμπό στο μπαρ. Βέβαια, να μην ξεχνάμε πως τα μαγαζιά ήταν πολύ λίγα τότε. Υπήρχαν όλα τα ιστορικά μαγαζιά στην Πλάκα και το καλύτερο κλαμπ στην Αθήνα ήταν οι 9 Μούσες, αλλά και το 9+9 του Ζουγανέλη. Εν τω μεταξύ, αυτό το σόου που κάναμε στην Ιταλία δεν ήταν για μικρά κλαμπ. Εδώ έβλεπα τον κόσμο να έρχεται με κοστούμια και γραβάτες, γκράντε, και σκεφτόμουν πως αυτό το πράγμα δεν κολλάει μ' αυτό τον κόσμο, είχα έναν ενδοιασμό, αγωνιούσα να δω τι θα γινόταν την πρώτη βραδιά. Ρωτάω «πού είναι το μαγαζί;», μου απαντούν «αυτό είναι». Ένα ημι-υπόγειο με 200 καρέκλες και 8 σκαμπό στο μπαρ. Ρωτάω «πού είναι το μαγαζί;», μου απαντούν «αυτό είναι».
 Ρωτάω «πού είναι το μαγαζί;», μου απαντούν «αυτό είναι». Ένα ημι-υπόγειο με 200 καρέκλες και 8 σκαμπό στο μπαρ.
 Ένα ημι-υπόγειο με 200 καρέκλες και 8 σκαμπό στο μπαρ.
 Γίνονται τα εγκαίνια − εγώ πήγα ντυμένος πιερότος, με τα μαλλιά βαμμένα ξανθά. Μέχρι τις 12 είχα βάλει μία μπομπίνα να παίζει και κάποια στιγμή μπαίνω στη σάλα... σιωπή. Όλοι με κοιτούσαν μ' ένα ύφος «τι είναι, τώρα, αυτό που μπαίνει». Μιλάμε για απόλυτη σιωπή, άκουγες και τη μύγα που πετούσε, σταμάτησαν να τρώνε. Ανεβαίνω επάνω, ξεκινάω το πρόγραμμα, πρώτο κομμάτι... κανείς στην πίστα. Δεύτερο, τρίτο, τέταρτο, κανείς στην πίστα. Ο ιδιοκτήτης είχε φύγει, δεν ήθελε να το δει, κι ανοίγω το μικρόφωνο. Με κοιτάει πάλι ο κόσμος κι αρχίζει να χειροκροτάει, εγώ μιλούσα, έκανα MC δηλαδή, και ο κόσμος χειροκροτούσε.
 Disco Anabella, το σημερινό Ακρωτήρι.
 Disco Anabella, το σημερινό Ακρωτήρι.
 Έτσι έσπασε ο πάγος, μπήκαν στην πίστα κι έγινε χαμός. Ήμουν ο πρώτος που έφερε το MC στην Ελλάδα. Ήμουν τυχερός γιατί ήξερα να το κάνω και έγινε επιτυχία. Θα μπορούσε να μη γίνει − ευτυχώς, το πήραν θετικά, ως κάτι καινούριο. Το Studio 4 έγινε τόσο επιτυχημένο που για να βρεις τραπέζι έπρεπε να κλείσεις δύο μήνες πριν. Τι Δευτέρα, τι Σάββατο, ήταν ακριβώς το ίδιο. Το 1977 ήταν ελεύθερα τα πράγματα, το μαγαζί άνοιγε στις 9, αφού σέρβιρε και φαγητό, και κλείναμε στις 6-7 το πρωί. Ήταν πολύ σκληρό για μένα αυτό το πρόγραμμα, 7 μέρες την εβδομάδα. Κάθε δεκαπέντε μέρες έκανα κι ένα ταξιδάκι: έφευγα στις 5 το πρωί, που περνούσε ένα αεροπλάνο της Alitalia, πήγαινα στη Ρώμη, αγόραζα δίσκους, γυρνούσα το απόγευμα και το βράδυ πήγαινα κανονικά στη δουλειά, δύο μέρες άυπνος. Μια νύχτα πόζας κι έκστασης στο Faz, Δεκέμβρης του 1991. Aπό τον Σπύρο Στάβερη 27.5.2017 Μια νύχτα πόζας κι έκστασης στο Faz, Δεκέμβρης του 1991. Aπό τον Σπύρο Στάβερη Ερχόμενος εδώ έφερα αυτά που είχα δει και τον τρόπο με τον οποίο δούλευα στην Ιταλία. Αρχικά, τους ζήτησα ένα μπομπινόφωνο για να κάνω echo. «Μα, το μπομπινόφωνο δεν κάνει echo» μου έλεγαν. Τους απέδειξα ότι κάνει. Μετά, το μικρόφωνο. «Τι το θέλεις;» ρωτούσαν. Ακολούθησαν άλλα μηχανήματα που τα ήθελα για να κάνω διάφορα εφέ. «Τι τα θέλεις, όλα αυτά δεν μπαίνουν στον μείκτη, είναι για κιθάρα» μου έλεγαν, ενώ εγώ μπορούσα να τα μετατρέψω. Σχεδόν δεν ήξεραν τι είναι τα ακουστικά. Στο ζήτημα της λειτουργίας του μαγαζιού δεν ήθελα να μπλεχτώ, οι άνθρωποι είχαν τον δικό τους τρόπο. Η ανατροπή σ' αυτό το κομμάτι θα ερχόταν λίγα χρόνια αργότερα, στην Αυτοκίνηση. Σ' αυτό το μαγαζί έκατσα τρεις σεζόν. Βέβαια, το πρόβλημα με τα κλαμπ στην Ελλάδα ήταν ότι τα περισσότερα δούλευαν 6 μήνες τον χειμώνα και μετά τέλος, δούλευε πολύ η παραλία.
 
 Την πρώτη χρονιά, λοιπόν, κλείσαμε το Πάσχα και το καλοκαίρι δούλεψα στην Anabella, το σημερινό Ακρωτήρι. Δεν ήξερα ότι υπήρχε αυτή η «παραξενιά» στην Αθήνα, γιατί στο Μιλάνο δουλεύαμε 11 μήνες στο ίδιο μαγαζί. Στην Anabella έμεινα τρία καλοκαίρια. Το θέμα, όμως, ήταν ότι εγώ είχα έρθει εδώ για τέσσερις μήνες. Μετά την πρώτη εβδομάδα, με έπιασε ο ιδιοκτήτης και μου είπε πως «από τα τόσα λεφτά που σου δίνω, θα σου δώσω τόσα για να μη φύγεις». Ήταν πολλά τα χρήματα για να πω όχι. Δεν ήταν κι άσχημα, εδώ που τα λέμε, δεν με παρακάλεσαν, περνούσα καλά. Δεν το μετάνιωσα ποτέ που ήρθα στην Ελλάδα. Ο κόσμος δεν μπορούσε να με πλησιάσει εύκολα, γιατί υπήρχε ένα μεγάλο κενό μεταξύ εμού και της πίστας. Πιστεύω πως κάποιοι θεωρούσαν αυτή την έλλειψη επαφής σνομπισμό, όμως εγώ δεν το έκανα γι' αυτό, ούτε ένιωθα έτσι. Καταρχάς, δεν μπορούσαμε να συνεννοηθούμε λόγω γλώσσας. Δεύτερον, ήμουν πολύ μικρός, άρα υπήρχε κάποιος φόβος, κρατούσα τον κόσμο μακριά. Με τη γλώσσα τα κατάφερα σιγά-σιγά, άλλωστε πολλοί μιλούσαν ιταλικά εκείνη την εποχή, κι έτσι με τα λίγα αγγλικά που ήξερα κάπως γινόταν η δουλειά. Τα πρώτα χρόνια ειδικά ήταν πολύ δύσκολα. Ακούς κάποιον να σου μιλάει και δεν καταλαβαίνεις, μπορεί να παρεξηγήσεις τις προθέσεις του από τον τόνο της φωνής και μόνο.
 Με τη Sandra και τον Michael Cretu.
 Με τη Sandra και τον Michael Cretu.
 Η πρώτη επαφή με τη δισκογραφία Με σταθερά βήματα είχα αρχίσει να χτίζω ένα όνομα και στην Ελλάδα. Με πλησιάζει ένας παραγωγός, ο Γιώργος Κυβέλος, ιστορικό στέλεχος στις δισκογραφικές εταιρείες, και μου προτείνει να κάνουμε μια συλλογή, ίσως την πρώτη στην Ευρώπη. Εδώ υπάρχει ένα θέμα. Η Caterina Caselli (Ιταλίδα τραγουδίστρια, ηθοποιός και παραγωγός δίσκων που κέρδισε στο Φεστιβάλ του Σαν Ρέμο το 1966) ισχυρίζεται πως κάποια στιγμή στο τέλος της δεκαετίας του '70 έκανε την πρώτη συλλογή στην Ευρώπη. Μάλλον την προλάβαμε εμείς στη CBS. Μου πρότεινε τότε ο Κυβέλος να κάνουμε μια μιξαρισμένη κασέτα για να καταπολεμήσει την πειρατεία. Πάμε στο στούντιο και κάνουμε το πρώτο μιξαρισμένο compilation, το «Disco Dynamite No 1», το 1980. Επιπρόσθετα, ο πρώτος παραγωγός ελληνικού ρεπερτορίου, ο Μίλτος Καρατζάς, πρότεινε να το ονομάσουμε «Nicola's Disco Dynamite», να το προσωποποιήσουμε. Την επιλογή των κομματιών την έκανα εγώ και ήταν και ψιλο-παράνομη η συλλογή, δεν πήραμε άδειες, γιατί αμφιβάλλω αν θα επέτρεπαν οι καλλιτέχνες να μιξάρω τα κομμάτια σ' αυτήν τη σειρά. Η πρώτη και η δεύτερη κασέτα ήταν σίγουρα παράνομες, μάλιστα αν δεις το catalogue number δεν υπήρχε αυτός ο κωδικός. Είχαμε, όμως, έναν καταπληκτικό Αμερικανό γενικό διευθυντή, τον Rabinowitz, που ήθελε να δείξει υψηλά νούμερα και αντίστοιχη είσπραξη στη CBS της Αμερικής. Η συλλογή Disco Dynamite Έτσι προχωρήσαμε και κυκλοφόρησε το «Disco Dynamite No 2» μέσα σε έξι μήνες. Δεν έμαθα ποτέ πόσα αντίτυπα πούλησε, αλλά πρέπει να ήταν μεγάλο το νούμερο, διότι αμέσως βγάλαμε τη δεύτερη και στα καπάκια το πρώτο βινύλιο, όλα πλέον με κανονικές άδειες. Το βινύλιο «Disco Dynamite No 3» ήταν και το τελευταίο που βγάλαμε με τη CBS, σχεδόν φτάσαμε στα δικαστήρια μετά − δεν ήθελαν να με πληρώσουν. Δικαιώματα δεν είχα φυσικά, αλλά θα μπορούσα να πάρω ποσοστά, είτε κάτι εφάπαξ. Δεν ήθελαν να δώσουν ούτε το ένα ούτε το άλλο. Τελικά, δεν περάσαμε την πόρτα των δικαστηρίων, μου έδωσαν ένα ποσό και τα βρήκαμε. Από κει και πέρα, έφυγε ο διευθυντής ξένου ρεπερτορίου της CBS και ανέλαβε γενικός διευθυντής της EMI/Columbia − μαζί του έφυγα κι εγώ. Μεσολάβησε και ένα διάστημα που εξαφανίστηκα, πήγα στη Νέα Υόρκη για δουλειά. Όταν επέστρεψα, ο φίλος μου ήταν ακόμα διευθυντής και μου έκαναν συμβόλαιο για 8 χρόνια. Μπήκα στη συμφωνία με 4% στις λιανικές πωλήσεις τον πρώτο χρόνο και βγήκα με 12% στη λήξη της. Εκεί γνώρισα έναν καταπληκτικό άνθρωπο, που «έφυγε» δυστυχώς νωρίς. Αυτός ήταν ο Μάνος Ξυδούς, και μαζί επρόκειτο να κάνουμε όργια εκεί μέσα! Φαντάσου ότι κάποια στιγμή μας έβριζε ο γενικός διευθυντής και μας φώναζε «έχετε ανοίξει άλλη δισκογραφική μέσα στην εταιρεία μου, κάνετε ό,τι θέλετε!».
 Με τον Jim Diamond στο Club 22.
 Με τον Jim Diamond στο Club 22.  Νέα Υόρκη, 1981
Το 1981 φεύγω από την Ελλάδα και πάω για δουλειά στη Νέα Υόρκη, τη μεγάλη πόλη, όπου δεν με ήξεραν, κι έτσι έπαιζα σε διάφορα κλαμπάκια. Αγνοούσα το σύστημα που επικρατούσε εκεί, ότι έπρεπε να ανήκεις σε ένα record pull, να αγοράζεις δίσκους και να έχεις τη δική σου δισκοθήκη − μέχρι και τις δικές σου βελόνες για τα πικάπ έπρεπε να κουβαλάς. Εμένα δεν με βοήθησε κανείς, ούτε μου τα εξήγησε, πάλι τα έμαθα όλα μόνος μου στην πράξη. Έκανα τα μεροκάματα που έπρεπε να κάνω, έμαθα αυτά που έπρεπε να μάθω. Ήθελα να πάω για να δω αν μπορώ να δουλέψω στη Νέα Υόρκη, να τεστάρω τον εαυτό μου και τις δυνατότητές μου. Παγώνουν όλοι κι εκεί που πάω να σκεφτώ «τι κάνει αυτός τώρα», ακούω αυτήν τη φωνάρα που τραγουδάει κι αρχίζει να χιονίζει μέσα στο Studio 54. Μιλάμε για κανονικό χιόνι! Όταν, δε, μπήκε το «Enough is enough», είχα πια συγκλονιστεί, είχα φύγει, ήμουν αλλού. Πήγα, λοιπόν, και δεν είχαν τίποτα να μας μάθουν. Πρόλαβα και το Studio 54 και το Paradise Garage − πήγα και στα δύο. Ο θείος της πρώην γυναίκας μου ήταν δημοσιογράφος και οι πινακίδες του αυτοκινήτου του έγραφαν NYP (New York Press), όμως, όταν παρκάραμε, οι άλλοι νόμιζαν πως το P σήμαινε «Police». Συνεπώς, η είσοδος ήταν παντού πολύ εύκολη κι έτσι κατάφερα να πάω σε πάρα πολλά μέρη. Εντύπωση μου έκανε η μουσική του Paradise Garage. Έπαιζε πραγματική underground disco, ήταν σοβαρή και, ναι, άκουσα τον Larry Levan. Το Studio 54 ήταν πιο εμπορικό. Εκεί άκουσα για πρώτη φορά το «No more tears (Enough is enough)» (Donna Summer, Barbra Streisand). Πώς το έβαλαν; Όλο, από την αρχή, που είναι slow, στη μέση του προγράμματος. Παγώνουν όλοι κι εκεί που πάω να σκεφτώ «τι κάνει αυτός τώρα», ακούω αυτήν τη φωνάρα που τραγουδάει κι αρχίζει να χιονίζει μέσα στο Studio 54. Μιλάμε για κανονικό χιόνι! Όταν, δε, μπήκε το «Enough is enough», είχα πια συγκλονιστεί, είχα φύγει, ήμουν αλλού.

Εκεί είχαν καλύτερο κόσμο, πλούσιο, καλύτερη ατμόσφαιρα, ήταν εμφανές, όμως δεν συγκρινόταν με την ατμόσφαιρα και τη μουσική του Paradise Garage. Εκεί πήγαινες για ατέλειωτο χορό. Με το που έμπαινες έλεγες «πο πο, τι κομμάτι είναι αυτό» και όσα ακολουθούσαν ήταν κομματάρες. Ο Larry Levan ήταν όντως χαρισματικός DJ. Τεχνικά, όμως, δεν είδα κάτι εξωφρενικό που δεν θα μπορούσα να το κάνω. Κάποια στιγμή με πήγαν σε έναν ραδιοφωνικό σταθμό για να μου δείξουν πώς δουλεύουν τα μηχανήματα, τύπου «ήρθε ο άσχετος από την Ευρώπη». Έγραφαν μία διαφήμιση και άρχισαν να μου λένε με περισπούδαστο ύφος «εδώ κάνεις αυτό, εδώ πατάς αυτό, εδώ γράφεις την εκφώνηση» και λέω «φίλε, πρόσεξε, δεν έχεις πατήσει το rec (record)». Ναι, οk, Αμερική, αλλά κι εμείς στην Ευρώπη δεν ήμασταν πίσω τότε, παίζαμε μια μουσική που δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από αυτή στα καλύτερα αμερικανικά κλαμπ. Τελικά, έκατσα δύο χρόνια και δούλεψα σε 3-4 μαγαζιά. Εκεί από τότε επικρατούσε η λογική ότι δεν δουλεύει κανείς 7 μέρες την εβδομάδα σε ένα μαγαζί. Το μεροκάματο ήταν 70-80 δολάρια, πάρα πολλά για την εποχή, τέτοια λεφτά δεν παίρναμε στην Αθήνα. H επιστροφή στην Ελλάδα- η Αυτοκίνηση Γυρνάω, λοιπόν, από την Αμερική το 1982, γιατί ήμουν παντρεμένος με Ελληνίδα. Αν ήταν στο χέρι μου ίσως να έμενα εκεί, εκείνη όμως ήθελε να γυρίσουμε. Δεν βρήκα εύκολα δουλειά, σ' αυτό το επάγγελμα σε ξεχνούν μέσα σε 6 μήνες αν δεν παίζεις. Κάποια στιγμή μου γίνεται πρόταση να αναλάβω τον Λαβύρινθο, την ντίσκο του Intercontinental που μόλις είχε ανοίξει. Ένα βράδυ ήρθε να με ακούσει ο Μάκης Σαλιάρης. Γίναμε φίλοι, ξεκινήσαμε να κάνουμε παρέα και μου δηλώνει, «το καλοκαίρι θα έρθεις να δουλέψεις μαζί μου». Είχε ήδη κάνει την Αυτοκίνηση στα βόρεια, το Στορκ και τα Δειλινά. H Αυτοκίνηση στα Δειλινά ήταν το μεγαλύτερο κλαμπ, βασικά δεν πιστεύω πως θα ξαναγίνει ποτέ τέτοιο κλαμπ στην Ελλάδα. Ούτε το Cavo Paradiso δεν μπορεί να την φτάσει, αφού δουλεύει με ξένους guest DJs, όχι με Έλληνες. Ούτε τα μαγαζιά που έγιναν στα '90s μπορούν να τη φτάσουν, γιατί εμείς βασιζόμασταν στη μουσική, όχι στα PR. Αυτός ο άνθρωπος έφτιαξε ένα μαγαζί που κάθε μέρα είχε 5.000 άτομα. Είχαμε χάσει την αίσθηση του χρόνου κι αν μπορούσαμε να λειτουργούμε 9 μέρες την εβδομάδα, πάλι έτσι θα ήταν.
 Στην Αυτοκίνηση
 Στην Αυτοκίνηση
Στην Αυτοκίνηση Είχαμε 14.000 watt ήχο, μιλάμε για τεράστια δύναμη. Η μουσική ήταν το επίκεντρο, ό,τι κυκλοφορούσε στην αγορά έπρεπε να το έχουμε πρώτοι και διπλό και έπαιζα μόνο ό,τι επέλεγα. Ο Μάκης δεν ασχολήθηκε ποτέ με το θέμα της μουσικής. Ό,τι γινόταν εκεί πάνω (στο booth) ήταν απολύτως σεβαστό. Εν λευκώ μπορούσα να επιλέξω και τα μηχανήματα που χρειαζόμουν. Όταν το 1983 είπαμε ότι θα βάζαμε ανεξάρτητες σιδερένιες κολόνες, στις οποίες θα πατούσε η βάση για το κάθε πικάπ, που δεν θα ακουμπούσαν και δεν θα συγκοινωνούσαν με κανένα μέρος του μαγαζιού, που θα είχαν διπλό μάρμαρο μέσα και άμμο ενδιάμεσα, μας κοιτούσαν σαν ούφο. Είχα προλάβει, βέβαια, και είχα φέρει το 1981 τα πρώτα MK2 στην Divina, πριν φύγω για τη Νέα Υόρκη. Μου είχε πει ο ιδιοκτήτης να πάω στην Ιταλία και να δω τι καινούργια μηχανήματα υπήρχαν. Τα είδα στο Μιλάνο, τον ενημέρωσα πως ήταν σούπερ και κόστιζαν 7.500 δραχμές και μου είπε να πάρω τέσσερα. Μην κοιτάς τη μιζέρια που ζούμε τώρα, εκείνες ήταν άλλες εποχές. Όταν το 1983 είπαμε ότι θα βάζαμε ανεξάρτητες σιδερένιες κολόνες, στις οποίες θα πατούσε η βάση για το κάθε πικάπ, που δεν θα ακουμπούσαν και δεν θα συγκοινωνούσαν με κανένα μέρος του μαγαζιού, που θα είχαν διπλό μάρμαρο μέσα και άμμο ενδιάμεσα, μας κοιτούσαν σαν ούφο. Σήμερα ζούμε τραγικές στιγμές στα κλαμπ. Γελάω όταν με παίρνουν και με ρωτούν τι μηχανήματα θέλω να μου βάλουν για να παίξω. Η κλασική απάντηση είναι η εξής: «Είμαι ο μόνος που μπορεί να παίξει από γραμμόφωνο μέχρι 2000άρα Pioneer. Βάλε ό,τι θέλεις». Ο Σαλιάρης εφάρμοσε πρώτος στο μαγαζί του το σταρ-σύστεμ. Αποφάσισε ότι από τους δύο DJs που είχε στο μαγαζί, ο Νικόλα πρέπει να γίνει ο σταρ. Με προώθησε πολύ, κάθε, μα κάθε μέρα υπήρχαν δημοσιεύσεις σε εφημερίδες και περιοδικά για μένα. Υπολογίσαμε πως μάλλον μόνο ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε λίγο μεγαλύτερη κάλυψη στον Τύπο. Ήταν εσκεμμένο αυτό το πράγμα. Ο Μάκης δεν ήταν άνθρωπος της νύχτας, ήταν επιχειρηματίας που έβλεπε μακριά και επένδυε στους ανθρώπους του. Όσα έβγαζε, τα έριχνε κι αυτά στη δουλειά, σε φώτα, ήχο, χώρο και πάρτι.
 Ο Ντέμης Ρούσσος με τον Μάκη Σαλιάρη στην Αυτοκίνηση.
 Ο Ντέμης Ρούσσος με τον Μάκη Σαλιάρη στην Αυτοκίνηση.
 Έδινε περισσότερα χρήματα στο προσωπικό του για να έχουν ακόμα καλύτερη συνεργασία, κάτι που δεν έχω συναντήσει πουθενά αλλού. Ουσιαστικά, δηλαδή, ήθελε να έχει μαζί του τους καλύτερους και να τους πληρώνει ανάλογα, κοινώς ακριβώς το αντίθετο από αυτό που συμβαίνει σήμερα. Πιστεύω πως μπορώ να πω τη γνώμη μου από τη στιγμή που είμαι πάνω από 45 χρόνια σε αυτό το επάγγελμα: αυτό που επικρατεί σήμερα είναι ότι βλέπεις τον λάθος άνθρωπο σε λάθος μαγαζί. Μένω, λοιπόν, με τον Μάκη τρία χρόνια στην Αυτοκίνηση και άλλα τρία στο Club 22, κάνοντας κι ένα πέρασμα από το Camel. Την πρώτη φορά που μπήκα στο 22 τρόμαξα, τεράστιο μαγαζί. Θυμάμαι, κάναμε ένα αποκριάτικο πάρτι με το «Αθηνόραμα». Ντόμινο ήταν το θέμα και όταν έφτασα στο μαγαζί είχαν κλείσει από τον κόσμο η Καλλιρρόης, η Βουλιαγμένης και οι γύρω δρόμοι... Δεν έχω δει πιο πετυχημένο πάρτι, δεν έπεφτε καρφίτσα! Όλα αυτά τα χρόνια δούλευα κάθε μέρα, όλο τον χρόνο. Η δουλειά του DJ έπεσε και εκφυλίστηκε όταν εμφανίστηκε στην πιάτσα ο «DJ των 30 ευρώ» τη δεκαετία του '90. Τότε που άρχισαν να παίζουν άλλα αντ' άλλων στα μαγαζιά.
 Η Debbie Allen στην Αυτοκίνηση
 Η Debbie Allen στην Αυτοκίνηση
 Εκεί που έπαιζαν ξένα, και επειδή δυσκολεύονταν να κάνουν αξιόπιστο πρόγραμμα μόνο με ξένη μουσική, πέταγαν ελληνικά − η εύκολη λύση. Εκεί χάλασε η συνταγή. Αυτό με τα ελληνικά ξεκίνησε ένα βράδυ στην Αυτοκίνηση, για πλάκα.. Πήγα σε ένα δισκάδικο και ζήτησα την πιο μεγάλη ελληνική επιτυχία. Μου έδωσαν το «Σήκω, χόρεψε, κουκλί μου», το κλασικό με τα τουμπερλέκια. Πάω στην Αυτοκίνηση και στις 2 το βράδυ σβήνουμε όλα τα φώτα, το βάζω από την αρχή κι έγινε τέτοιος πανικός που έσπασαν όλες οι μαρμάρινες μπάρες! Έρχεται ο Σαλιάρης την επόμενη μέρα, Κυριακή ήταν, και τι μου λέει; «Ρε συ, δεν μπορούσες να το κάνεις Δευτέρα, που είναι ανοιχτοί οι μαρμαράδες να το φτιάξουμε επί τόπου;». Αυτός ήταν ο τρόπος που αντιμετώπιζε τα πράγματα κι αυτό με τα ελληνικά το κάναμε μία φορά, ξεκάθαρα για πλάκα και τέλος. Τα πάρτι στην Αυτοκίνηση Τα μουσικά μου είδωλα δεν τα γνώρισα, γιατί ήμουν στην Ελλάδα. Φέραμε, όμως, αρκετούς καλλιτέχνες: τον Michael Cretu, τη Sandra, τον Bolland (από τους Bolland & Bolland), τον Joe Cocker, τον Taco, τον Belouis Some, τον Paul King. Θυμάμαι, με είχε συγκλονίσει η Gloria Gaynor. Είτε άκουγες τον δίσκο είτε την άκουγες ζωντανά ήταν ακριβώς το ίδιο. Ενώ εγώ έπαιζα τη μουσική playback από μπομπίνα, άνοιξε το μικρόφωνο –ένα απλό της είχαμε δώσει− και ξεκίνησε να τραγουδάει. Την άκουγα κι έλεγα μέσα μου «δεν γίνεται, πρέπει να είναι κονσέρβα», κοιτούσα και έψαχνα για να καταλάβω. 25 χρόνια από τη νύχτα που το Factory άνοιξε τις πόρτες του, αλλάζοντας τα πάντα 22.4.2018 25 χρόνια από τη νύχτα που το Factory άνοιξε τις πόρτες του, αλλάζοντας τα πάντα Έβαλα τα ακουστικά στο Revox και όντως ήταν μόνο η μουσική. Εκείνη τη στιγμή έκανε το λάθος ο άλλος DJ και τη ρώτησε αν ήταν όλα εντάξει. Τότε εκείνη τον κοίταξε με ένα ύφος τύπου «εμένα γιατί με ρωτάς, δεν ακούς;». Η μεγαλύτερη βραδιά, όμως, εισπρακτικά στην Αυτοκίνηση ήταν όταν φέραμε τους Dreamer and the Full Moon. Εγώ είχα κάνει ήδη την παραγωγή τους και κυκλοφορούσε κανονικά ο δίσκος. Ήρθε ένα βράδυ ο Μάκης (Σαλιάρης) και με ενημέρωσε ότι ήρθε ο μάνατζέρ τους, με ρώτησε αν τους ήξερα. Tου πρότεινε να τους φέρει να παίξουν με αμοιβή 500.000 δραχμές και ήθελε τη γνώμη μου.
 O Nicola με τους Dreamer and the Full Moon στα παρασκήνια, πριν την εμφάνιση στην Αυτοκίνηση
 O Nicola με τους Dreamer and the Full Moon στα παρασκήνια, πριν την εμφάνιση στην Αυτοκίνηση Αμέσως έβαλα το τραγούδι τους, κατάλαβε ότι τους ήξερε ο κόσμος μας και του έδειξα το όνομά μου στα credits. Μου χαμογέλασε και τους έκλεισε. Οι Dreamer and the Full Moon ήταν ο Μάνος Ξυδούς, ο Γιάννης Πιπινέλης, ο Νίκος Πιπινέλης και οι Γιάννης Ευσταθίου, Σωτήρης Τσούκαλης, Τόλης Σκαμαντζούρας, Γιώργος Γκικοδήμος. Πολλά χρόνια έκρυβαν τα πρόσωπά τους και εμφανίζονταν με κουκούλες, αυτό ήταν μια ιδέα του Μάνου και του συγχωρεμένου του Σταύρου του Αλατά. Εκείνο το βράδυ κάπως κάτι έγινε, δεν έβρισκε ταξί ο ντράμερ και τελικά δεν μπόρεσε να έρθει. Έβαλε, λοιπόν, την κουκούλα ο Μάκης Σαλιάρης και βγήκε εκείνος στη θέση του, αφού ήξερε να παίζει ντραμς. Την επόμενη μέρα έγινε ο κακός χαμός στα ΜΜΕ, ασχολιόντουσαν όλοι με το ποιοι είναι οι Dreamer, αν είναι Έλληνες, τι κρύβεται πίσω από αυτούς. Οι επιτυχίες, οι συλλογές, τα remixes, η παραγωγή Πήγαινα συχνά στις δισκογραφικές για δίσκους. Μια μέρα, πάω στα γραφεία του παραγωγού της EMI και μου λέει «τσέκαρε τα βινύλια και πάρε ό,τι θέλεις». Μου χτυπάει στο μάτι ένας δίσκος, ρωτάω τι είναι και μου λέει «μια βλακεία παραγωγή, ελληνικό είναι κι έχει πουλήσει 5 δίσκους». Διαλέγω δύο maxi singles και επιβεβαιώνω πως μπορώ να τα πάρω. Απαντάει θετικά και με αδιαφορία, αφού ήταν «βλακείες». Το ένα ήταν το «Boss» της Diana Ross και το άλλο το «Get that beat» των Sharp Ties. Ακούω το «Get that beat». «Μπράβο», σκέφτομαι, «κομματάρα», και το κάνω επιτυχία. Volume Sharp Ties - Get That Beat Μου πρότεινε ο Κυβέλος, όταν είδε τον πανικό με το τραγούδι, να κάνουμε ένα remix. Μέχρι τότε δεν είχαν ακούσει ποτέ αυτήν τη λέξη στην Ελλάδα, ήταν η πρώτη φορά που ένας DJ έκανε remix σε τραγούδι. Πήγαμε στο στούντιο του Δράκου κι αυτό που κάναμε ήταν να προσθέσουμε ένα rap στην αρχή και να δυναμώσουμε κάποια όργανα. Είχα δυσκολία να περάσω αυτά που ήθελα, ο ηχολήπτης δεν τα δεχόταν, επενέβη ο φίλος μου από τη δισκογραφική για να γίνουν. Υπήρχε πρόβλημα με τους δίσκους τότε εδώ, οι παλιοί θα το θυμούνται καλά. Ο ήχος ήταν χάλια και κάποια όργανα δεν ακούγονταν. Έτσι βγήκε το πρώτο maxi single στην Ελλάδα κι έτσι ξεκίνησε η 8χρονη συνεργασία μου με την EMI/Columbia. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το εργοστάσιο της Columbia που το έχουν αφήσει να σαπίζει. Στη συνέχεια κάναμε τις συλλογές B.O.P.S, που κι αυτές πήγαν πολύ καλά. Δεν τις προετοίμαζα, ούτε έκανα τεστ πριν μπω στο στούντιο. Είχα έναν βασικό κορμό στο μυαλό μου και μέσα στις 8 ώρες που είχαμε στη διάθεσή μας έκανα το mixing. Στο εξώφυλλο της πρώτης αυτός που βάφει τον τοίχο −δεν φαίνεται το πρόσωπό του− είναι ο Μάνος Ξυδούς. Το αποτέλεσμα ήταν εκείνη την εποχή να δημιουργηθεί μια φρενίτιδα. Όλοι ήθελαν παραγωγές, όποιον DJ έβρισκαν τον έβαζαν στο στούντιο, μόνο που τότε, τελικά, έβγαιναν και ορισμένα ποιοτικά πράγματα. Είχαν αρχίσει να καταλαβαίνουν πως έπρεπε να δουλέψουν όπως στην Αμερική. FAz: εδώ ξεκίνησαν όλα! 13.8.2018 FAz: εδώ ξεκίνησαν όλα! Τι έκαναν αυτοί εκεί; Τα έβαζαν κάτω και έλεγαν: «Ποιος είναι ο καλύτερος DJ; Ο τάδε; Μ' αυτόν θα δουλέψουμε, το τραγούδι θα ακουστεί σίγουρα σε 30 μαγαζιά και θα γίνει επιτυχία, είτε κάνει το remix είτε την παραγωγή». Και μ' εμένα ακριβώς έτσι σκέφτηκαν, αφού το είχα κάνει ήδη με πολλά τραγούδια και καλλιτέχνες. Δεν ήταν, όμως, αυτόματη η επιτυχία, πολλές παραγωγές πήγαν άπατες. Το θέμα είναι πάντα πόσο καλό είναι το τραγούδι. Μπορούν να γελούν όσο θέλουν, όμως το «Lost in the night» του Κώστα Χαριτοδιπλωμένου, όσο και να λένε πως ήταν κλεμμένο από το «Big in Japan» (Alphaville), είναι ένα δείγμα μιας καλής προσπάθειας της δισκογραφίας σε μια χώρα 10.000.000 ανθρώπων κι αυτή η προσπάθεια πρέπει να γίνει σεβαστή. Volume Lost in the night Ο Βασίλης Δερτιλής, άλλο ένα μεγάλο ταλέντο που πήγε χαμένο κατά τη γνώμη μου, οι Bang... Το «Fill me up» της Μαντώς δεν ήταν κομματάρα για την εποχή; Με πλησίαζαν πάρα πολλοί Έλληνες καλλιτέχνες, μέχρι μέσο έβαζαν. Πάντα τους έλεγα πως εμένα με ενδιέφερε η ξένη (ή ξενόγλωσση) μουσική, δεν το είχα στα άλλα. Μόνο μία φορά δέχτηκα να συνεργαστώ με ελληνόφωνο καλλιτέχνη, όταν έκανα μια παρουσίαση στην Άννα Βίσση. Η κατάσταση της δισκογραφίας στην Ελλάδα, οι χαμένες ευκαιρίες Είναι στενόχωρο, ήμασταν πολύ πίσω τότε. Θυμάμαι, σε κάποια φάση οι Dreamer and the Full Moon είχαν πάει στην Ιταλία για ένα remix. Μπήκαν στο στούντιο, έπαιξε ο Ιταλός ντράμερ το κομμάτι και ήταν τέλειο. Όμως εκείνος θεώρησε πως είχε κάνει ένα λαθάκι και ξαναμπήκε, το ηχογράφησε από την αρχή και έγινε ακόμα καλύτερο. Στην Ελλάδα λειτουργούσαν με τη μέθοδο του άρπα-κόλλα, όταν στην Ιταλία γινόταν το τεράστιο μπουμ με την italo disco. Εμείς δεν είχαμε καν δικό μας στυλ, πάντα αντιγράφαμε τους ξένους. Δεν ήταν τεχνικό το θέμα, δεν μας έδωσαν ποτέ τη δυνατότητα να κάνουμε σοβαρές παραγωγές, να γίνουμε γνωστοί, δεν βοήθησαν, δεν επένδυσαν ποτέ σ' αυτό τον ήχο γιατί δεν τον πίστευαν. Ποτέ δεν υπήρχε αγορά γι' αυτά στην Ελλάδα και δεν ενδιαφέρονταν να τη δημιουργήσουν. Ένα καλό παράδειγμα είναι η ιστορία του Μπίγαλη με το «Miss You», το κομμάτι του μπήκε στο chart του «Billboard» − μάλιστα υπήρχε αναφορά γι' αυτό και μέσα στο περιοδικό. Αν υπήρχε ένα σωστό remix από έναν DJ στην Αμερική, μπορεί να είχε κάνει τεράστια επιτυχία και να είχε μπει και στα charts της Αμερικής. Το έθαψαν το κομμάτι, το έκαψαν, και σήμερα το βρίσκεις σε λίστες με italo disco. Volume BIG ALICE (ΚΩΣΤΑΣ ΜΠΙΓΑΛΗΣ) - I MISS YOU.1983 Άλλο παράδειγμα, η ιστορία με τους Bang, που δεν τους ήξερε ούτε η μάνα τους στην αρχή. Είχα πάει στο Midem και το κομμάτι τους «Holding my heart» πουλήθηκε τότε σε μία από τις μεγαλύτερες house (και πιο εμβληματικές πλέον) δισκογραφικές του Σικάγο, την D.J. International. Στο ραντεβού μου με τον ιδιοκτήτη της, τον Rocky Jones, του έβαλα άπειρα κομμάτια να ακούσει και διάλεξε μόνο αυτό. Είχα προνοήσει να έχω πληρεξούσιο από την Polygram, ώστε να εκπροσωπώ άμεσα αυτά τα κομμάτια κι έτσι κάναμε αμέσως τα συμβόλαια, έδωσε 500 δολάρια προκαταβολή. Τι άκουσα όταν γύρισα; «Έλα, ρε συ, μόνο 500 δολάρια πήρες;». Οι Bang πήγαν τότε στο Σικάγο για remix, αλλά δεν προχώρησε η φάση. Φαντάσου, ακόμα και πριν από λίγα χρόνια, το 2014, τους έκανε remix ο πασίγνωστος Shep Pettibone. Το πρόβλημα ήταν ότι δεν υπήρχε αγορά για τέτοια πράγματα. Στενοχωριέμαι πολύ γιατί υπήρχαν μεγάλα ταλέντα που θα μπορούσαν να προσφέρουν και να κάνουν σημαντική καριέρα, αλλά δεν μπορούσαν να ζήσουν απ' αυτήν τη δουλειά. Για παράδειγμα, οι Sharp Ties, ο Μπίγαλης –αν και αυτός κάτι έβγαλε−, η Μαντώ, η Μαριάννα... Όλοι αυτοί αναγκάστηκαν να το γυρίσουν στο ελληνικό. Το να μονοπωλεί αυτός ο ήχος τη μουσική μιας χώρας είναι αντιδημοκρατικό, κατά τη γνώμη μου. Έπρεπε να είναι έστω 70%-30%. Αυτήν τη στιγμή ακούμε μόνο κλαπατσίμπανα και δεν είναι καλό. Divina...3/ 1981  Πώς το είδα εγώ που ήμουν ξένος; Τη δεκαετία του '60 έγινε ένα «ντου» και ήρθαν στην Αθήνα πολλοί άνθρωποι από την επαρχία, κουβαλώντας τα δικά τους ήθη και έθιμα. Συνεπώς, ήθελαν να ακούσουν τη δική τους μουσική, κάτι που προσπαθούν να περάσουν και τώρα. Έχει δημιουργηθεί, πια, μια μουσική Βαβυλωνία, εντοπίζεις στα τραγούδια τα ηπειρώτικα και τα νησιώτικα μαζί με επιρροές απ' έξω. Επίσης, δεν υπάρχει ένα μαγαζί που να αποτελεί πρόταση, να σου υποδεικνύει πως αυτή η μουσική είναι καλή, αυτή κακή. Το ραδιόφωνο έχει καταντήσει ένα παρεξηγημένο μέσο, αυτήν τη στιγμή παίζουν ένα κάρο μαλακίες. Κολλάνε σε ένα site, σε ένα περιοδικό, στα charts της Αγγλίας και της Αμερικής. Έχει κι αλλού, ψάξτε, υπάρχει μουσική σε όλο τον πλανήτη. Αυτήν τη στιγμή το ραδιόφωνο είναι τρισάθλιο.
 Οι Bang με τον Nicola στο Club 22.
 Οι Bang με τον Nicola στο Club 22.
Όταν βλέπω τις λίστες με τους πιο επιτυχημένους σταθμούς σοκάρομαι, παίζουν κομμάτια που όλοι εμείς δεν θα παίζαμε ούτε σε γάμο, κάτι που σημαίνει πως έχουμε φτάσει στον πάτο. Για να μη μιλήσω για τους υποτιθέμενους «ψαγμένους» σταθμούς. Η δική μου σχέση με το ραδιόφωνο ξεκίνησε το 1991, όταν με πλησίασαν από τον Super FM. Ξεκίνησα εκπομπή και στις πρώτες μετρήσεις είχα 14,8 ακροαματικότητα, με τον δεύτερο να είναι στο 14,1. Η διαφορά ήταν ότι εγώ έπαιζα με μια «σφεντόνα» από πλευράς τεχνικής υποστήριξης και πρόμο, ενώ ο επόμενος είχε το «Σταρ Τρεκ» στον ΑΝΤ1. Παρέμεινα πρώτος σε ακροαματικότητα για αρκετό καιρό και δεν το λέω εγώ, το λέει η Focus. Αμέσως μετά μου έγινε πρόταση να πάω στον Top FM, αλλά αρνήθηκα. Έβλεπα πού πήγαινε η φάση και με το ραδιόφωνο. Η δεκαετία του '90, η μεταστροφή στον χώρο της διασκέδασης Στα '90s τραβήχτηκα πίσω και άρχισα να κάνω άλλα πράγματα, πάντα σε σχέση με τη μουσική, επειδή δεν μου άρεσαν τα μαγαζιά. Για παράδειγμα, έκανα τη μουσική επιμέλεια στα μεγάλα σόου του ΑΝΤ1 τις χρυσές εποχές, έκανα τη μουσική επιμέλεια στην «Αίθουσα του Θρόνου». Πιστεύω πως η παρακμή και η καταστροφή για τα κλαμπ, στην Αθήνα τουλάχιστον, ξεκίνησε τη συγκεκριμένη δεκαετία, με τα εμπορικά/μαζικά μαγαζιά που άρχισαν να ξεπετάγονται τότε: φρου-φρου κι αρώματα και από (μουσική) ουσία μηδέν. Αυτή η πρακτική, να θέλουμε να μπερδέψουμε με το ζόρι ξένα και ελληνικά... Οk, υπάρχουν κάποιοι που θέλουν να ακούσουν τα ελληνικά, με τους υπόλοιπους τι γίνεται; Μετά, άρχισε να παίρνει άλλη μορφή και το κλαμπ ως χώρος και στήσιμο.
 Με τον Paul King.
 Με τον Paul King. Με τον Paul King. Από κει που υπήρχε μια πίστα που ήταν 8x8 (64 τετραγωνικά) και ήταν δύσκολο να τη γεμίσεις, τι έγινε; Όταν άρχισαν να φεύγουν κάποια δυνατά ονόματα από τις κονσόλες και έβαλαν πιτσιρικάδες που έπαιζαν μισά-μισά ελληνικά/ξένα, δεν μπόρεσαν να κρατήσουν αυτούς τους χώρους. Έτσι, καταργήθηκε η πίστα κι έγιναν μπαρ στη θέση της. Άρα, λοιπόν, ποιoς γίνεται ο «ήρωας» του κλαμπ; Όχι ο DJ, που αρχίζουν να τον «κρύβουν» κάπου στο βάθος ή σε μια γωνία, αλλά ο μπάρμαν και η μπαργούμαν, τα ομορφόπαιδα που σου βάζουν τα ποτά και κουνιούνται και λίγο. Τώρα, τι παίζει και τι δεν παίζει στο κλαμπ λίγη σημασία έχει. Προσωπικά, δεν μου άρεσε όλο αυτό ούτε με εξέφραζε κι έτσι αποφάσισα να κάνω πάρτι μόνο με τα κομμάτια που γουστάρω να παίζω, δηλαδή disco. Φυσικά και φοβήθηκα μη θεωρηθώ ξεπερασμένος και ρετρό, αλλά εμένα αυτό το είδος της μουσικής μου αρέσει και με εκφράζει. Είχα προτάσεις από πολλά τέτοια μαγαζιά εκείνη την εποχή, αλλά αρνήθηκα να πάω. Το μεροκάματο, όμως, έβγαινε πάντα, δεν είχα παράπονο. Πιστεύω πως όταν είσαι καλός σε μια δουλειά, δεν χάνεσαι. Ο/η DJ στην εποχή της κρίσης Σήμερα έχουν δυσκολέψει για όλους τα πράγματα, γιατί η Ελλάδα περνάει μεγάλη κρίση. Το μικρόβιο του DJ δεν μου έφυγε ποτέ, απλώς μεταλλάχθηκε. Από τις 50 βραδιές που θα παίξεις, οι 20 σου αρέσουν. Παίζουν ρόλο και το κοινό και το μαγαζί και ο επιχειρηματίας. Το αποτέλεσμα της δουλειάς μας είναι συλλογικό και εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Ο/η DJ είναι ένα γρανάζι σε έναν μηχανισμό, αν τα υπόλοιπα δεν δουλεύουν σωστά, δεν μπορεί να κάνει πολλά. Παρακολούθησα και τη μεγάλη έκρηξη του κλάμπινγκ με τη house και την techno, αλλά θεωρώ πως δεν γίνονταν σωστά τα πράγματα, κάναμε ήρωες κάποιους ανθρώπους που δεν το άξιζαν. Τώρα υπάρχει κι ένα κουμπάκι που ονομάζεται sync και έγιναν DJs άνθρωποι που δεν θα γίνονταν ποτέ. Κάναμε ήρωες κάποιους ανθρώπους που δεν το άξιζαν. Τώρα υπάρχει κι ένα κουμπάκι που ονομάζεται sync και έγιναν DJs άνθρωποι που δεν θα γίνονταν ποτέ. Έχοντας κάνει αυτήν τη δουλειά πολλά χρόνια, έχοντας ζήσει τις τεχνολογικές εξελίξεις στο πρακτικό κομμάτι του επαγγέλματος, μπορώ να δηλώσω πως αυτό που πρώτα απ' όλα κάνει κάποιον καλό DJ είναι η ψυχολογία, το να «πιάνεις» το αίσθημα του κόσμου. Όταν ο DJ επιμένει να παίζει μόνο για την πάρτη του, δεν είναι DJ. Ο DJ είναι διασκεδαστής κι αυτός είναι ο σκοπός του. Αν πάω να παίξω σε ένα μαγαζί και με κοιτούν όλοι με απορία, δεν έχω πετύχει τον στόχο μου. Αμέσως μετά έρχονται η άρτια τεχνική και οι μουσικές γνώσεις, όπως και οι ιστορικές γνώσεις σχετικά με τη μουσική που παίζεις και όχι μόνο. Έχω συναντήσει νέους DJs που δεν ξέρουν ποιος είναι ο Stevie Wonder. Ναι, οk, παίζεις το τάδε είδος σήμερα, αλλά τα πράγματα αλλάζουν ραγδαία στη μουσική, πρέπει να έχεις βάσεις. Στα 45+ χρόνια που παίζω έχω δει να περνούν εκατοντάδες στυλ. Αν δεν αλλάζαμε τη λογική μας θα είχαμε «πεθάνει» προ πολλού.
 Ο Nicola με τους Bronski Beat στο Club 22.
 Ο Nicola με τους Bronski Beat στο Club 22.
Το ότι επέλεξα να παίζω αυτό το συγκεκριμένο στυλ δεν σημαίνει ότι παύω να ασχολούμαι και να ακούω κι άλλα πράγματα/είδη. Είναι απαραίτητη η γνώση της μουσικής και της ιστορίας της, έστω τα βασικά. Το πιο απλό που μπορεί να γίνει είναι να σε ρωτήσει ένας πελάτης κάτι κλασικό και να μην το ξέρεις... Τότε τι DJ είσαι; Είναι σαν να πηγαίνω σε ένα εστιατόριο και να ρωτάω τον μάγειρα «μήπως έχεις βάλει μαυροκούκι στο φαγητό» και να μην ξέρει τι είναι αυτό. Ε, δεν είσαι μάγειρας τότε. Σημαντικός, επίσης, είναι και ο χαρακτήρας, όπως σε όλα τα επαγγέλματα. Πρέπει να επιμένεις να κάνεις το σωστό, επειδή το πιστεύεις και το βλέπεις στην πράξη, να έχεις επιχειρήματα. Στην αντίθετη περίπτωση, δεν πρέπει να είσαι άκαμπτος, πρέπει να δέχεσαι κριτική και συμβουλές από αυτούς που τις δίνουν καλοπροαίρετα και με γνώση. Δυστυχώς, δεν πιστεύω πως υπάρχουν πια ιδιοκτήτες μαγαζιών με όραμα και έμπνευση. Υπάρχουν πολλοί επιχειρηματίες που προσπαθούν να το πετύχουν αυτό και ελπίζω, εύχομαι να το πετύχουν, όμως είναι πολύ λίγοι αυτοί που έχω συναντήσει τα τελευταία χρόνια. Επίσης, είναι απίστευτο το πόσο δημοφιλές έχει γίνει το επάγγελμα του DJ. Νομίζουν ότι αυτή η δουλειά έχει πολλή γκλαμουριά, όμως έχει πολλή μοναξιά. Την ώρα που παίζεις, από την πρώτη ως την τελευταία μέρα, θα είσαι πάντα μόνος σου. Μη βλέπετε που ανεβαίνουν στο booth 5 άτομα για να σε χαιρετήσουν ή να πιουν ένα ποτό μαζί σου, είσαι κατάμονος, ειδικά όταν παίρνεις ευθύνες σε ένα μαγαζί και όταν, τελικά, εσύ είσαι υπεύθυνος για τη διασκέδαση του κόσμου. Γιατί αν κάτι δεν πάει καλά, ο επιχειρηματίας μαζί σου θα τα βάλει. Επειδή, λοιπόν, έχουν γίνει κάποιοι μεγάλα ονόματα, ο Bob Sinclar για παράδειγμα, και πάνε στην Αμερική και βγάζουν ένα τσουβάλι λεφτά, νομίζουν πως έτσι είναι και στην Ευρώπη. Δεν είναι όμως. Το επάγγελμα του DJ Η δουλειά του DJ είναι όπως όλες οι άλλες, με τις δυσκολίες της και τα καλά της. Αν έχεις ταλέντο και αγαπάς τη μουσική, τότε τα πράγματα είναι κάπως πιο εύκολα. Το βασικό ζήτημα σήμερα είναι να βγαίνει το μεροκάματο. Απορώ μ' αυτούς που συνεχίζουν να το κάνουν, ακόμα και χωρίς αυτήν τη βασική προϋπόθεση. Ξοδεύουν μια περιουσία να αγοράσουν μηχανήματα, για ποιον λόγο; Παλιά, εμείς δεν αγοράζαμε ούτε ακουστικά, τα παρείχε όλα το μαγαζί κι αυτήν τη στιγμή τα περισσότερα μαγαζιά δεν παρέχουν τίποτα, πολλές φορές ούτε καν την αμοιβή. Πηγαίνουν και δουλεύουν με μηχανήματα που στοιχίζουν χιλιάδες ευρώ για να πάρουν 30 και 50 ευρώ στο τέλος της βραδιάς. Θα πει κάποιος, «αυτά δίνουν». Όχι, αυτά συμφώνησαν να παίρνουν, εκείνοι το έφτασαν εκεί. Η πελατεία στην Αθήνα δεν άλλαξε αριθμητικά, έχουν γίνει πάρα πολλά τα μαγαζιά. Αυτοί οι 500 που βγαίνουν, σήμερα διασκορπίζονται σε 50 καφέ, μπαρ και κλαμπ. Βλέπεις, ένα μαγαζί δεν μπορεί να είναι γεμάτο παραπάνω από μιάμιση μέρα την εβδομάδα. Σε οποιοδήποτε συνοικιακό μπαρ πας, υπάρχει DJ που παίζει με 30 ευρώ κι αυτό δεν είναι καλό, ευτελίζεται το επάγγελμα. Βλέπεις καφέ, που κανονικά θα έπρεπε να κλείνουν στις 11-12 το βράδυ, να δουλεύουν μέχρι τις 5 το πρωί. Το νυχτερινό κέντρο τι θα κάνει;
 Ο Nicola με τους City.
 Ο Nicola με τους City.
Βλέπω κι όλες αυτές τις σχολές για DJs που ανοίγουν... Μα, αυτό το επάγγελμα δεν διδάσκεται, είναι ταλέντο. Μπορείς να δείξεις σε κάποιον-α 5-6 βασικά τεχνικά πράγματα, αν και με τα μηχανήματα και την τεχνολογία που υπάρχουν σήμερα, αν σου κόβει λίγο, τα βρίσκεις και μόνος σου. Αν δεν υπάρχει το ταλέντο, όμως, η αγάπη για τη μουσική... Για να μιλήσω για τον εαυτό μου και λίγους ακόμα ανθρώπους που ξέρω καλά, κάτι, κάποτε έπαιξε σημαντικό ρόλο στην επιλογή αυτού του επαγγέλματος, δεν είπες «μου αρέσει η φωνή της Άντζελας Δημητρίου και θα γίνω DJ». Άκουσες Harold Melvin and the Blue Notes και αποφάσισες να γίνεις DJ, άκουσες μια κομματάρα house και είπες «πο πο, τι μπότα είναι αυτή, ρε φίλε, θέλω να γίνω DJ για να μπορώ να το παίξω» ή «κάποια στιγμή θέλω να μπορώ να το παράγω κι εγώ αυτό το πράγμα». Αυτήν τη στιγμή στην Αθήνα συμβαίνει το εξής: πας σε ένα μαγαζί για να δουλέψεις και το πρώτο που σε ρωτούν είναι «πόσο κόσμο θα φέρεις» − δεν υπάρχει αυτό! Ο DJ παίζει μουσική, τελεία και παύλα. Παίζει μουσική για μία μερίδα κόσμου που εσύ, ως επιχειρηματίας, θα φροντίσεις να φέρεις. Κι όταν μου φέρεις αυτόν τον κόσμο, εγώ θα φροντίσω να τον κρατήσω εδώ πέρα, να διασκεδάσει, ώστε να ξανάρθει, αυτή είναι η δουλειά μου. Γιατί, αν το δούμε με τα σημερινά δεδομένα και τις απαιτήσεις (τους), εσένα τι να σε κάνω ως επιχειρηματία; Να ανοίξω, τότε, εγώ το δικό μου μαγαζί και να φέρνω τον κόσμο. Η νυχτερινή Αθήνα σήμερα Από τη νυχτερινή Αθήνα, σήμερα, λείπει η πολυφωνία, δεν γίνεται όλα τα μαγαζιά να παίζουν τα ίδια πράγματα. Πρέπει να υπάρχει το ροκ κλαμπ, το κλαμπ που παίζει μαύρη μουσική, πρέπει να υπάρχουν ντίσκο, τα house και techno κλαμπ. Όμως δεν τολμούν οι επιχειρηματίες, κάνουν όλοι το ίδιο σφάλμα: «Τι παίζει ο διπλανός, λαϊκά και λίγα ρουμάνικα dance; Το ίδιο κι εμείς». Κάνε κάτι διαφορετικό, ψάξου λίγο, αφουγκράσου τον κόσμο, δες τι κάνουν έξω. Κι όσο για τους DJs, αναλώνονται στο τι κάνουν οι άλλοι συνάδελφοι και πάντα θα βρουν κάτι να πουν. Ο ένας παίζει εμπορικά, ο άλλος βαράει πολύ... Το αν κάποιος παίζει εμπορικά ή όχι μπορεί να το κρίνει μόνο ένα κατάστημα δίσκων που θα σου πει ότι ο τάδε παίζει τα 100 κομμάτια που έχουν πουλήσει πιο πολύ στην Ελλάδα. Αν, λοιπόν, θεωρούμαι εμπορικός επειδή σε όποιο μαγαζί πάω είναι τίγκα και όλοι χορεύουν, τότε, ναι, κανένα πρόβλημα, είμαι εμπορικός. Όμως ο κόσμος δεν χορεύει σήμερα γιατί δεν του δίνουν την ευκαιρία, στέκονται όλοι με το ποτό στο χέρι και κοιτούν γύρω-γύρω. Ξέρεις, ο Έλληνας είναι κομπλεξικός, δύσκολα θα βγει στην πίστα, αλλά είναι χορευταράς αν το αποφασίσει, αν τον κάνεις να σηκωθεί δεν σταματά ποτέ. Βάζω στοίχημα πως αν ξαναβάλουν πίστα στα μαγαζιά θα γίνει χαμός, ο κόσμος έχει ανάγκη να ξεδώσει, ειδικά αυτή την εποχή. Τι πουλάει ένα κλαμπ; Ήχο, φώτα και καλή μουσική. Ξαναγυρνάμε σε αυτά που λέγαμε πριν όμως: μπαίνει στο booth ο DJ των 30 ευρώ με κομμάτια κατεβασμένα από το YouTube, δεν καταλαβαίνεις τι ακούς από την κακή ποιότητα. Τους ζητούν κομμάτι και το κατεβάζουν επί τόπου.
 Στο Club 22 με τον Βασίλη Δερτιλή
Στο Club 22 με τον Βασίλη Δερτιλή
 Μου έχει πει DJ πως τα τραγούδια που παίζει τα κατεβάζει από τα ringtones – αδιανόητο! Για να μην πιάσουμε το θέμα των σελέμπριτις ή τις διάφορες «περσόνες» που τις κάνουν ή γίνονται «DJs»... Η Ελλάδα μου φέρθηκε πολύ καλά, με αγαπούν οι άνθρωποι και το εκτιμώ πολύ κι ας φαίνομαι απρόσιτος όταν παίζω μουσική. Δεν είναι παιχνίδι αυτή η δουλειά, δεν γίνονται αυτόματα όλα εκεί μέσα. Έρχονται παιδιά ακόμα και σήμερα και μου εκμυστηρεύονται ότι τους ενέπνευσα να γίνουν DJs και πάντα λέω μέσα μου μακάρι να είναι έτσι και μακάρι να προκόψουν σ' αυτό τον τομέα όλοι τους. Πολύ φοβάμαι, όμως, πως έτσι που είναι η φάση στην Ελλάδα δεν θα μπορείς να κάνεις επάγγελμα αυτό που αγαπάς. Τα πράγματα για τους DJs εδώ τα βλέπω σκούρα και ένα από τα πιο βασικά ζητήματα είναι το μεροκάματο. Ποτέ μου δεν έκανα εκπτώσεις στην αμοιβή, πάντα ζητάω αυτά που νομίζω πως μου αξίζουν και που πρέπει να πάρω. Δεν το λέω αυτό επειδή έζησα αυτά που έζησα ούτε επειδή είμαι λεφτάς και έχω άνεση. Πρέπει η αμοιβή σου να είναι ανάλογη της αξίας σου. Δυστυχώς, εκεί που έχουν φτάσει τα μεροκάματα, για τους λόγους που προανέφερα, δεν τα βλέπω να ξανανεβαίνουν. Aυτός είναι ο λόγος που όλο και λιγότεροι σωστοί επαγγελματίες και ταλαντούχοι άνθρωποι θα μπαίνουν στον χώρο του DJing στην Ελλάδα. Κι αυτό είναι πολύ λυπηρό.

 Πηγή:

www.lifo.gr

  ΦΩΦΗ ΤΣΕΣΜΕΛΗ 4.11.2018
ΕΠΟΜΕΝΟ
« Prev Post
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ
Next Post »

Δημοσίευση Σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις 7 ημερών