Έχετε αναρωτηθεί ποτέ με τι ρυθμό διοχετεύονται νέα ναρκωτικά στην αγορά σε καθημερινή βάση; Θα ήταν ίσως λογικό να υποθέσει κανείς, ότι λόγω των εξελιγμένων μηχανημάτων και της τεχνογνωσίας που πλέον έχουμε στη διάθεσή μας, θα ήμασταν σε θέση να γνωρίζουμε και να αναγνωρίζουμε τις ουσίες που κυκλοφορούν στο ευρύ κοινό.
Στην πραγματικότητα, όμως, η... δημιουργικότητα των απανταχού επιτήδειων εμπόρων ναρκωτικών δεν αφήνει κανένα περιθώριο για μια τέτοια υπόθεση να ευσταθεί.
Αν αναλογιστεί κανείς ότι μια με δυο ουσίες εκτιμάται ότι εισχωρούν για πρώτη φορά στην αγορά κάθε εβδομάδα, καταλαβαίνει ότι η επιστήμη έρχεται αντιμέτωπη με μια άβολη αλήθεια: ότι βρίσκεται πάντοτε ένα βήμα πίσω από την παράνομη παρασκευή νέων ναρκωτικών ουσιών.
Αυτό, βέβαια, δεν είναι λόγος για να αποθαρρύνει τους ερευνητές στη συνέχιση του έργου τους, κάθε άλλο μάλιστα αποτελεί ίσως το πιο ισχυρό κίνητρο.
Στο πλαίσιο της σαββατικής της άδειας, η Βασιλική Μπούμπα, επίκουρη καθηγήτρια Ιατροδικαστικής Τοξικολογίας στη Σχολή Ιατρικής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, επέλεξε να βρεθεί στις επάλξεις του τομέα της, διεξάγοντας έρευνα για τις νέες ψυχοδραστικές ουσίες που εμφανίζονται στην αγορά.
Γνωρίζοντας ότι το Ινστιτούτο Ιατροδικαστών της Βικτώριας πρωτοστατεί στον τομέα της έρευνας, τόσο από άποψη εγκαταστάσεων όσο και ανθρώπινου δυναμικού, υπέβαλε την αίτησή της στο συνεργαζόμενο με το Πανεπιστήμιο Monash όπου και έγινε δεκτή τον περασμένο Ιούνιο.
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΣΥΝΘΕΤΙΚΑ ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΩΣ ΔΙΟΧΕΤΕΥΟΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΑ
Πρόκειται για νέες συνθετικές ουσίες, που «θυμίζουν» τις χημικές ενώσεις κοινώς γνωστών ναρκωτικών όπως η καναβιννόλη και μπορεί να έχουν παρόμοια επίδραση τόσο με οπιούχα σκευάσματα, όσο και με διεγερτικά, όπως η αμφεταμίνη για παράδειγμα.
Μάλιστα, αυτά τα νέα είδη ναρκωτικών ενδέχεται να είναι ακόμη πιο τοξικά από τα αντίστοιχα παραδοσιακά, καθώς λόγω της δυσκολίας ανίχνευσης και μελέτης τους από ειδικούς η χημική δομή τους και, επομένως, οι πιθανές επιπτώσεις που επιφέρουν αποτελούν ακόμη ανεξερεύνητο πεδίο.
«Παρασκευάζονται σε παράνομα εργαστήρια και διατίθενται συνήθως μέσα από το ίντερνετ με μορφή που δεν προκαλεί υποψίες, π.χ. ως φυτικά σκευάσματα, αφεψήματα και προϊόντα για παρασκευή τσαγιού, άλατα μπάνιου ή και αρωματικά χώρου» αναφέρει ενδεικτικά η πανεπιστημιακός.
Πλασάροντας τις ουσίες ως φυτικά ή γενικής χρήσης προϊόντα, οι έμποροι επιδιώκουν φυσικά να αποφύγουν τον έλεγχο.
Στις περιπτώσεις δε που διατίθενται μέσω του διαδικτύου ο εντοπισμός τους είναι εξαιρετικά δύσκολος, δεδομένου ότι πωλούνται σε ιστοσελίδες που ανήκουν στο λεγόμενο «βαθύ ίντερνετ». Πρόκειται για ένα παράλληλο δίκτυο που χρησιμοποιείται μεταξύ άλλων για εγκληματικές δραστηριότητες, ενώ η πρόσβαση σε αυτό δεν είναι δυνατή από τις συνήθεις μηχανές αναζήτησης, γεγονός που δυσχεραίνει τον εντοπισμό των διαχειριστών των ιστοσελίδων από τις διωκτικές Αρχές.
Πολλές φορές, ωστόσο, οι διακινητές συνθετικών ναρκωτικών χρησιμοποιούν εμπορικά καταστήματα ως «βιτρίνες» για την πώληση.
Ενδεικτική είναι η περίπτωση καταστήματος στα ανατολικά προάστια του Σίδνεϊ που έφερε στο φως της δημοσιότητας έρευνα της εκπομπής «7.30» του ABC, τον περασμένο Φεβρουάριο, ενώ μόλις την περασμένη εβδομάδα ιδιοκτήτης αλυσίδας καταστημάτων ειδών καπνού στο Περθ, συνελήφθη ύστερα από έφοδο της Αστυνομίας που κατέσχεσε περισσότερα από 4.500 ύποπτα προϊόντα.
Όπως επισημαίνει η κ. Μπούμπα, ο μεγαλύτερος κίνδυνος έγκειται ακριβώς στο γεγονός ότι δεν γνωρίζουμε τι πραγματικά μπορεί να προκαλέσουν οι παράνομες ουσίες, καθ' ότι οι μέθοδοι ανίχνευσης είναι ακόμη περιορισμένες σε αριθμό και, κατά συνέπεια, δεν είναι εύκολο να προσδιοριστεί η τοξικότητα ή σε ποιο βαθμό μια άγνωστη ουσία μπορεί να αποβεί θανάσιμη.
«Δεν υπάρχει επαρκής μελέτη για τις ουσίες αυτές και, επομένως, δεν ξέρουμε το μέγεθος της ποσότητας που καθιστά μια τέτοια ουσία τοξική. Για παράδειγμα, επειδή η μεταμφεταμίνη είναι τοξική σε μια συγκεκριμένη δόση, δεν μπορείς να πεις ότι μια ουσία που μοιάζει με τη μεταμφεταμίνη είναι τοξική στην ίδια δόση».
Παρ' ότι όλο και περισσότερα συνθετικά ναρκωτικά εντοπίζονται και καταχωρούνται ως παράνομα, η ταχύτητα με την οποία οι νέες ουσίες αναδύονται στην αγορά κάνουν το πρόβλημα να μοιάζει με «Λερναία Ύδρα».
«Είναι αναπόφευκτο να βρίσκεσαι [ως τοξικολόγος] ένα βήμα πίσω, γιατί προηγείται αυτός που έχει παρασκευάσει την ουσία. Το ζητούμενο είναι να μην βρίσκεσαι πολύ πίσω, να αντιληφθείς το σκεπτικό τους» σχολιάζει χαρακτηριστικά η κ. Μπούμπα.
Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΣΕ ΑΡΙΘΜΟΥΣ
- 643 νέες ψυχοδραστικές ουσίες είχαν καταγραφεί από το Γραφείο του ΟΗΕ για τα Ναρκωτικά και το Έγκλημα έως τον Δεκέμβριο του 2015
- 75 από αυτές εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στην αγορά μόνο κατά το έτος 2015
- 1 με 2 ουσίες εκτιμάται κατά μέσο όρο ότι εισχωρούν στην αγορά κάθε εβδομάδα
- 64,3% αύξηση σημειώθηκε στις κατασχέσεις συνθετικών ναρκωτικών την περίοδο 2013-14 συγκριτικά με το έτος 2012-13, σύμφωνα με τις μετρήσεις της Αυστραλιανής Επιτροπής για το Έγκλημα
- 0,4 % Αυστραλών άνω των 14 ετών είχαν κάνει χρήση κάποιας νέας ψυχοδραστικής ουσίας κατά το έτος 2013-14
- 34 προειδοποιήσεις προς κράτη-μέλη έχει εκδώσει από το 2014 η Ε.Ε. για τα ναρκωτικά σε σχέση με τη χρήση νέων ψυχοδραστικών ουσιών
- 60 θανατηφόρα περιστατικά τοξικότητας που σχετίζονται με τη χρήση νέων ψυχοδραστικών ουσιών καταγράφηκαν στο Ηνωμένο Βασίλειο το 2013.
ΑΝΑΔΥΟΜΕΝΗ ΤΑΣΗ – ΔΙΑΔΕΔΟΜΕΝΗ ΣΤΗΝ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Κρίνοντας από τον αριθμό των δειγμάτων που εξετάζονται στο Ινστιτούτο Ιατροδικαστών της Βικτώριας, η κ. Μπούμπα κάνει λόγο για μια τάση ιδιαίτερα διαδεδομένη στην Αυστραλία που ακολουθεί τη νέα παγκόσμια «μόδα» στον χώρο των ναρκωτικών.
«Γι' αυτό διάλεξα αυτό τον τομέα, καθώς προβλέπεται ότι θα αποτελεί επιστημονική και ακαδημαϊκή αιχμή στο μέλλον.
«Χρησιμοποιώ την επιστημονική μου άδεια στον τομέα εκείνο που θα είναι χρήσιμος και πρακτικά σε κλινικό περιβάλλον και ως μέρος της προσωπικής μου επιδίωξης για επιστημονική και ακαδημαϊκή κατάρτιση».
Στη νομοθετική διαδικασία για υπαγωγή μιας νέας ουσίας σε καθεστώς ελέγχου, κρίσιμος είναι ο ρόλος των τοξικολογικών εργαστηρίων στις Πολιτείες της Αυστραλίας.
Ενδεικτική είναι η περίπτωση του Ινστιτούτου Ιατροδικαστών της Βικτώριας, που βρίσκεται σε συνεχή επαφή με το Ιατροδικαστικό Δικαστήριο της Βικτώριας και τις αστυνομικές Αρχές. Ξεκινώντας με τον εντοπισμό των ουσιών ύστερα από κάποιο περιστατικό τοξικότητας, το τοξικολογικό εργαστήριο ενεργεί αρχικά ελέγχους ρουτίνας, ορισμένες φορές με τα αποτελέσματα να είναι διαθέσιμα εντός 24 ωρών. Στο ενδεχόμενο μη ανίχνευσης κάποιας γνωστής ουσίας, το προσωπικό του εργαστηρίου προχωρά με πιο εξειδικευμένους ελέγχους σε βιολογικά υλικά.
Για παράδειγμα, εξηγεί η κ. Μπούμπα, εάν η χρήση έγινε πρόσφατα, η ουσία μπορεί να βρίσκεται ακόμη στην κυκλοφορία του αίματος, αν έχει ήδη μεταβολιστεί από τον οργανισμό ανιχνεύεται στους μεταβολίτες στα ούρα, ενώ η εξέταση σε τρίχες μπορεί να εντοπίσει μακροχρόνια χρήση ή έκθεση σε κάποια ουσία από μερικές βδομάδες έως και μήνες πίσω.
Όπως μας πληροφορεί, λίγες είναι οι νέες ψυχροδραστικές ουσίες που έχουν ανιχνευθεί στον ελλαδικό χώρο, όμως τα αυξημένα περιστατικά κατασχέσεων δείχνουν ότι μπαίνουν όλο και περισσότερο στην ελληνική καθημερινότητα.
Σχετικό παράδειγμα αποτελεί μια πρόσφατη υπόθεση στην περιοχή της Ηπείρου, όπου οι Αρχές κατάσχεσαν μισό κιλό ουσίας χαρακτηρισμένης ως φυτικής, από γυναίκα που είχε προμηθευτεί το προϊόν στο διαδίκτυο και το μεταπωλούσε στην τοπική αγορά. Παρ' ότι η ύποπτη ουσία δεν έχει ακόμη εξεταστεί εργαστηριακά, σύμφωνα με την κ. Μπούμπα δεν αποκλείεται η πιθανότητα να πρόκειται για κάποιο νέο συνθετικό ναρκωτικό.
Παράλληλα, η έλλειψη εξειδικευμένων μηχανημάτων είναι ακόμη ένας παράγοντας που εξηγεί το γεγονός ότι λίγες νέες ψυχοδραστικές ουσίες έχουν καταγραφεί μέχρι στιγμής στην Ελλάδα.
«Στην Αθήνα για παράδειγμα που έχουν και πιο πολύ εξοπλισμό και τους τυχαίνουν συχνά περιστατικά έχουν ενσωματώσει στην κλινική τους ρουτίνα εξειδικευμένους ελέγχους. Στα Γιάννενα δεν έχουμε ούτε τον εξοπλισμό ούτε και την τεχνογνωσία», αναφέρει η ακαδημαϊκός.
Για το λόγο αυτό, προσθέτει ότι το ενδεχόμενο συνεργασίας μεταξύ του Πανεπιστημίου Monash -όπου διεξάγει την έρευνά της από κοινού με το Ινστιτούτο Ιατροδικαστών της Βικτώριας- και της Ιατρικής Σχολής Ιωαννίνων όπου κατέχει θέση επίκουρης καθηγήτριας, είναι σίγουρα κάτι που θα προσπαθήσει να επιδιώξει.
«Το Ινστιτούτο έχει μεγάλο φόρτο εργασίας, ενώ είναι εξαιρετικά καλά εξοπλισμένο με σύγχρονα μηχανήματα και πολύ προσωπικό. Καλύπτει όλο το φάσμα της ιατροδικαστικής τοξικολογίας, κλινικής και δικαστικής παθολογίας. Είναι πραγματικά σαν μια 'κυψέλη'.
«Σε αυτό το στάδιο προσπαθώ να αναπτύξω τις δεξιότητες ώστε να μπορώ να ανιχνεύσω αυτές τις ουσίες και να φέρω αυτή τη γνώση στο δικό μου χώρο στην Ήπειρο, με το σκεπτικό ότι [η χρήση-διάθεση] θα επεκταθεί και στην Ελλάδα
«Στο μυαλό μου υπάρχει το ενδεχόμενο μελλοντικής συνεργασίας και θα φροντίσω να το κάνω σαφές ότι θέλουμε να το υλοποιήσουμε, μέσω, για παράδειγμα, ενός ερευνητικού προγράμματος όπου θα μπορούν να μας μεταφέρουν τη συμβουλευτική τους τεχνογνωσία και διδασκαλία. Στα Ιωάννινα, άλλωστε, έχουμε μια πολύ καλή ιατρική σχολή και ένα εξαιρετικό νοσοκομείο. Μια τέτοια συνεργασία μπορεί να αποτελέσει την αρχική σταγόνα στην κοίτη που θα γεννήσει κάτι καινούριο».
ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Όσον αφορά στην σημερινή κατάσταση που βρίσκεται η έρευνα στην Ελλάδα γενικότερα και στον τομέα της ιατροδικαστικής ειδικότερα, η κ. Μπούμπα επιβεβαιώνει αυτό που, δυστυχώς, όλοι γνωρίζουμε: Τα τελευταία χρόνια της οικονομικής κρίσης έχουν συντελέσει στην μείωση της χρηματοδότησης των πανεπιστημίων. Κατ' επέκταση τα εργαστήρια αδυνατούν να αντεπεξέλθουν στις νέες εξελίξεις, με τα κρατικά κονδύλια να μην επαρκούν για την ανανέωση του εξολισμού και με τα υποστηρικτικά προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης -γνωστά και ως «πακέτα» ΕΣΠΑ- να αναμένεται ακόμη να ξεκινήσουν.
Τα περιθώρια εξέλιξης φαντάζουν ακόμη πιο περιορισμένα για τους νέους επιστήμονες, που διαπιστώνουν έπειτα από πολύχρονες σπουδές και εξειδίκευση ότι πρέπει να απευθυνθούν σε ερευνητικά εργαστήρια του εξωτερικού, εάν επιθυμούν να βρουν εργασία στον τομέα τους.
Σύμφωνα με την κ. Μπούμπα η απάντηση σε αυτό το αδιέξοδο βρίσκεται σε μια ρεαλιστική θεώρηση των πραγμάτων, με την στροφή του ερευνητικού ενδιαφέροντος σε πρακτικούς τομείς που μπορούν τόσο να προσελκύσουν χρηματοδότηση όσο και να αποφέρουν όφελος για ολόκληρη την κοινωνία.
Όπως εξηγεί, τόσο οι κρατικοί φορείς, όσο και η Ευρωπαϊκή Ένωση αποζητούν πλέον τα ερευνητικά προγράμματα να στοχεύουν σε απτά αποτελέσματα.
Η συμβουλή που δίνει σε νέους επιστήμονες είναι να αξιοποιήσουν τέτοια κανάλια χρηματοδότησης που θα τους επιτρέπουν να χρησιμοποιούν τις γνώσεις και δεξιότητές τους για την παραγωγή άμεσων ανταποδοτικών αποτελεσμάτων στην έρευνα, με απώτερο στόχο το πρακτικό κοινωνικό όφελος.
Άλλωστε, όπως επισημαίνει η πανεπιστημιακός, οι ικανότητες και η επιμονή του επιστημονικού ανθρώπινου δυναμικού της χώρας είναι ένας από τους λόγους που επιτρέπουν κάποια αισιοδοξία για το μέλλον του τομέα.
«Διαθέτουμε εξαιρετικό ανθρώπινο δυναμικό, οι συνάδελφοι ακαδημαϊκοί στην Ελλάδα ξεπερνούν τον εαυτό τους και αυτό φαίνεται και από την κατάταξη πολλών ελληνικών πανεπιστημίων στα 500 καλύτερα παγκοσμίως, μεταξύ αυτών και του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Καταφέρνουμε να είμαστε ανταγωνιστικοί παρ' όλα τα προβλήματα της πατρίδας μας, τα οποία έχουν πλήξει ιδιαίτερα τα πανεπιστήμια και πολύ περισσότερο την έρευνα».
Δημοσίευση Σχολίου